Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Θ
1.007 εγγραφές [771 - 780]
[Λεξικό Κριαρά]
θρασέως, επίρρ.· θαρσέως.
  • Υπερβολικά:
    • εθρήνησεν και έκλαυσεν θαρσέως (Αχιλλ. N 859).

[αρχ. επίρρ. θρασέως]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θρασίμι το [θrasími] Ο44 : (λαϊκότρ.) ψόφιο ζώο· ψοφίμι. || (υβρ. για πρόσ.) ανίκανος, τεμπέλης και άχρηστος άνθρωπος.

[μσν.(;) *θηρασίμιον με συγκ. του άτ. [i] < υποκορ. του αρχ. ουσιαστικοπ. επιθ. θηράσιμ(ος) `που μπορεί να κυνηγηθεί΄ -ιον]

[Λεξικό Κριαρά]
θρασιότητα η.
  • Τόλμη, γενναιότητα:
    • μετά θρασιότητα …, ανδρειωμένα (Αργυρ., Βάρν. K 63 κριτ. υπ).

[<επίθ. θράσιος (<θρασύς) + κατάλ. ότητα]

[Λεξικό Κριαρά]
θρασιοφάς, επίθ.
  • Αυτός που τρώει θρασίμια, ψοφίμια:
    • πνιγάρη λύκε, θρασιοφά (Διήγ. παιδ. 833).

[<ουσ. θράσιο (Θαβώρης, Ελλην. 22, 1969, 448) + φας <‑φάγος]

[Λεξικό Κριαρά]
θράσο(ν) το,
βλ. θράσος.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θρασομανώ [θrasomanó] Ρ10.1α : (λογοτ.) (για φυτό ή δέντρο) αυξάνομαι υπερβολικά· θεριεύω.

[αρχ. θράσ(ος) -ο- + -μανώ]

[Λεξικό Κριαρά]
θρασοποιώ.
  • Ενθαρρύνω, εμψυχώνω κάπ.:
    • Ετούτα είπ’ Αλέξανδρος κι εθρασοποίησέ τους (Αλεξ. 947).

[<θαρσοποιώ (Lampe, έω)· πβ. επίθ. θαρσοποιός στον Ευστάθιο (L‑S)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θράσος το [θrásos] Ο46β : προκλητική έλλειψη δισταγμού στη συμπεριφορά κάποιου, η οποία εκδηλώνεται με λόγια ή ενέργειες που κανονικά δεν πρέπει να λέγονται ή να γίνονται: Έχει το ~ να μιλάει για πράγματα που αγνοεί. Tο ~ του δεν έχει όρια. || υπερβολικό θάρρος, κυρίως στη διεκδίκηση κάποιας νόμιμης απαίτησης.

[λόγ. < αρχ. θράσος]

[Λεξικό Κριαρά]
θράσος το· θράσο(ν).
  • 1) Θάρρος, τόλμη, αφοβία:
    • (Ιμπ. 11).
  • 2) Αυθάδεια, αδιαντροπιά, θράσος:
    • (Σπαν. A 455).
  • 3) Θάρρος· δύναμη:
    • (Διήγ. Βελ. χ 40).

[αρχ. ουσ. θράσος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θρασύδειλος -η -ο [θrasíδilos] Ε5 : που χαρακτηρίζεται από θράσος όταν δεν αντιμετωπίζει κανέναν κίνδυνο ή απειλή, ενώ αντίθετα δειλιάζει και υποχωρεί μόλις αντιμετωπίσει κπ. ισχυρότερό του: ~ καθώς ήταν, δεν τόλμησε να πραγματοποιήσει τις απειλές του.

[λόγ. < αρχ. θρασύδειλος]

< Προηγούμενο   1... 76 77 [78] 79 80 ...101   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες