Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Θ
1.007 εγγραφές [641 - 650]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θήλυς -εια -υ [θílis] Ε : (λόγ.) ο θηλυκός. ANT άρρην: Θήλεα τέκνα. Φύλο θήλυ. Θήλεα άνθη, που φέρουν μόνο ύπερο. || (ως ουσ.): Γυμνάσιο / λύκειο θηλέων.

[λόγ. < αρχ. θήλυς]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θήλωμα το [θíloma] Ο49 : (ιατρ.) καλοήθης όγκος του δέρματος.

[λόγ. θηλ(ή) -ωμα μτφρδ. γαλλ. papillome]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θημωνιά η [θimoná] Ο24 : σωρός από δεμάτια σιτηρών ή χόρτου ο οποίος, χάρη στο κατάλληλο σχήμα του και στη σωστή τοποθέτησή του, μπορεί να διατηρηθεί αρκετό χρονικό διάστημα στο ύπαιθρο: Tετράγωνη / κυκλική / κωνική ~.

[ελνστ. θημωνιά]

[Λεξικό Κριαρά]
θημωνιά η· θεμωνιά· θημωνία.
  • Θημωνιά:
    • έστεκαν οι θεμωνιές εις το αλώνι (Συναδ. φ. 77r).

[μτγν. ουσ. θημωνιά. Ο τ. θε‑ στο Somav. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θημωνιάζω [θimonázo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω τα δεμάτια των σιτηρών ή του χόρτου θημωνιά ή θημωνιές.

[μσν. θημωνιάζω < θημωνι(ά) -άζω]

[Λεξικό Κριαρά]
θημωνιάζω· θεμωνιάζω.
  • Σωρεύω δεμάτια στάχια και κάνω θημωνιά ή θημωνιές·
    • (εδώ μεταφ.):
      • με άνεμο των ρουθουνιών σου εθεμωνιάστηκαν τα νερά (Πεντ. Έξ. XV 8).
  • Η μτχ. παρκ. ως επίθ. (στον πληθ.) = πεσμένοι ο ένας πάνω στον άλλο, σωριασμένοι:
    • Συνδυό, συντρείς, … χαμαί θεμωνιασμένοι (Θρ. Κύπρ. Μ 266).

[μτγν. θημωνιάζω. Ο τ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θημώνιασμα το [θimónazma] Ο49 : η ενέργεια του θημωνιάζω.

[θημωνιασ- (θημωνιάζω) -μα]

[Λεξικό Κριαρά]
θημωνιάστρα η· θεμωνιάστρα.
  • (Πιθ.) χώρος στο αλώνι κατάλληλα διευθετημένος όπου κάπ. θημωνιάζει:
    • (Βαρούχ. 4376).

[<αόρ. του θημωνιάζω + κατάλ. τρα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θήρα η [θíra] Ο25 : (λόγ.) κυνήγι.

[λόγ. < αρχ. θήρα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θηραϊκός -ή -ό [θiraikós] Ε1 : που έχει σχέση με το νησί Θήρα, που ανήκει σ΄ αυτή ή που προέρχεται από αυτή: ~ πολιτισμός. Θηραϊκά νομίσματα. Θηραϊκή γη, είδος χώματος που προέρχεται από ηφαιστειακά κατάλοιπα και που χρησιμοποιείται στη βιομηχανία τσιμέντων ή ως μονωτικό υλικό.

[λόγ. < ελνστ. θηραϊκός & σημδ. αγγλ. Santorin earth]

< Προηγούμενο   1... 63 64 [65] 66 67 ...101   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες