Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Θ
1.007 εγγραφές [601 - 610]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θεωρώ [θeoró] -ούμαι Ρ10.9 : 1. πιστεύω ή έχω τη γνώμη ότι κάποιος ή κτ. έχει ορισμένη ιδιότητα: Tον ~ έξυπνο / ανόητο / τίμιο / κακοήθη. ~ τον εαυτό μου τυχερό. Tον θεωρούσα φίλο μου αλλά με πρόδωσε. ~ τη συνεργασία του απαραίτητη. H λύση του προβλήματος θεωρήθηκε σωστή / λανθασμένη. Δε ~ σωστό να κρύψω την αλήθεια. ~ ότι κάθε προσπάθεια είναι μάταιη, νομίζω. 2. (για αφηρ. ουσ.) εξετάζω κτ. προσεκτικά: Θεωρούμε την πολιτική κατάσταση κάτω από το πρίσμα των νέων εξελίξεων. || εξετάζω κτ. που υποθέτω, δέχομαι ότι υπάρχει: Aς θεωρήσουμε έναν κύκλο με ακτίνα πέντε εκατοστών. 3. κάνω θεώρηση1. α. εξετάζω ένα έγγραφο για να το επικυρώσω: H μετάφραση του πιστοποιητικού πρέπει να θεωρηθεί από την αρμόδια υπηρεσία. || δίνω ένα έγγραφο στην αρμόδια υπηρεσία για να μου το θεωρήσει: Πρέπει να θεωρήσω το διαβα τήριό μου. β. εξετάζω ένα κείμενο για να το διορθώσω: ~ τα χειρόγραφα / τα δοκίμια.

[λόγ. < αρχ. θεωρῶ (3: σημδ.: α: γαλλ. viser· β: γαλλ. réviser)]

[Λεξικό Κριαρά]
θεωρώ· ηθωρώ· θιωρώ· θωρώ· φωρώ.
  • I. Ενεργ.
    • Α´ Μτβ.
      • 1)
        • α) Βλέπω, κοιτάζω κάπ. ή κ., αντικρίζω:
          • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 2929), (Ερωτόκρ. Α´ 2059
        • β) παρατηρώ, παρακολουθώ προσεκτικά:
          • (Ιστ. πολιτ. 464
        • γ) επιθεωρώ:
          • (Χρον. Μορ. H 4812
        • δ) (μεταφ.)
          • δ1) βρίσκω:
            • για τούτη ύπνο δε θωρώ (Πανώρ. Α´ 109
          • δ2) προσέχω:
            • θώριε τον γιατρό σου (Φαλιέρ., Ενύπν. 95
        • ε) φρ.
          • (1) δε θωρώ Θεού πρόσωπο = δεν προκόβω:
            • (Αποκ. Θεοτ. II 178
          • (2) θεωρώ αγγέλους, βλ. άγγελος Α´3 φρ.·
          • (3) ενουδέν ή ου) θεωρώθωρώ) την ώραν … = δε βλέπω την ώρα να …, ανυπομονώ να …:
            • (Φορτουν. Δ´ 499
          • (4) θεωρώ καλώς κ. ή κάπ. = έχω καλή διάθεση για κ. ή κάπ.:
            • (Έκθ. χρον. 207).
      • 2)
        • α) Αντιλαμβάνομαι, διαπιστώνω κ.:
          • (Ερωτόκρ. Β´ 62
        • β) διαβλέπω, προβλέπω:
          • θωρώ αλλαξοβασιλίκια (Τζάνε, Κρ. πόλ. 56224
        • γ) διακρίνω, κρίνω:
          • θωρεί (ενν. η τύχη) ποιοι πρέπει να ’ναι πλούσοι (Ερωφ. Δ´ 292
        • δ) γνωρίζω:
          • Ο δε σιρ … μη θωρώντα τον αμιράλλην πως επέθανεν … (Μαχ. 2728).
      • 3) Νομίζω, θεωρώ, πιστεύω:
        • για ξόμπλι τόσης ατυχιάς όλοι να τση θωρούσι (Στάθ. Ιντ. α´ 36).
      • 4) Υπολογίζω, σκέφτομαι:
        • (Ερωτόκρ. Β´ 624
        • φρ. θεωρώ προς φυγήν = «κοιτώ» να φύγω, σκέφτομαι να φύγω:
          • (Καναν. 336-7).
    • Β´ Αμτβ.
      • α) Έχω το φως μου, βλέπω:
        • να ζει και να θωρεί (Κυπρ. ερωτ. 11310
      • β) προσέχω:
        • άγωμε και θεώρει ήσυχά τε και γαληνά (Πόλ. Τρωάδ. 469).
  • II. Μέσ.
    • 1) Φαίνομαι· μοιάζω με κ.:
      • κεφάλια να πετούνται, σαν νεράντζια να θωρούνται (Διακρούσ. 6955).
    • 2) (Στον πληθ.) αλληλοβλεπόμαστε:
      • στο πρόσωπο θωρούνται (Ερωτόκρ. Α´ 1954).

[αρχ. θεωρέω. Ο τ. φωρώ και σήμ. κυπρ. Η λ. και ο τ. θωρώ και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θέωση η [θéosi] Ο33 : (φιλοσ.) η ένωση του ανθρώπου με το Θεό.

[λόγ. < ελνστ. θέω(σις) -ση]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θηβαίικος -η -ο [θivéikos] Ε5 : (προφ.) θηβαϊκός: ~ γάμος, αναπαράσταση παραδοσιακού γάμου.

[αρχ. Θηβαῖ(ος) -ικος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θηβαϊκός -ή -ό [θivaikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη Θήβα ή με τους Θηβαίους: Ο ~ κύκλος*. H θηβαϊκή γη.

[λόγ. < αρχ. Θηβαϊκός]

[Λεξικό Κριαρά]
Θηβαίος ο· Θηβιός· πληθ. Θηβοί.
  • Θηβαίος:
    • (Βίος Αλ. 1129), (Χρον. σουλτ. 764).

[αρχ. εθν. Θηβαίος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θηκάρι το [θikári] Ο44 : (λαϊκότρ.) θήκη ξίφους ή μαχαιριού.

[μσν. θηκάρι(ν) < ελνστ. θηκάριον υποκορ. του αρχ. θήκ(η) -άριον > -άρι]

[Λεξικό Κριαρά]
θηκάριν το· φηκάρι· φηκάριν· φουκάρι· φουκάριν.
  • Θήκη:
    • στο φουκάριν του βάλε το το σπαθί σου (Φορτουν. Δ´ 176).

[παλαιότ. ουσ. θηκάριον (σχόλ., L‑S). Οι τ. φηκάρι και ιν στο Meursius (λ. φηκάρι) και φουκάρι στο Du Cange (λ. φη‑). Οι τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ. (ι)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θήκη η [θíki] Ο30 : α. περικάλυμμα που έχει λίγο μεγαλύτερες διαστάσεις και συχνά το ίδιο σχήμα με το αντικείμενο που τοποθετούν για λόγους προστασίας μέσα σ΄ αυτό: H ~ των γυαλιών / του ψαλιδιού / του βιολιού / της ομπρέλας. H ~ του ξίφους, θηκάρι. ~ από δέρμα / ύφασμα / ξύλο / μέταλλο. β. κουτί χωρισμένο συνήθ. σε θέσεις όπου τοποθετούν διάφορα ομοειδή αντικείμενα: ~ για τα μαχαιροπίρουνα / εργαλεία.

[αρχ. θήκη]

[Λεξικό Κριαρά]
θήκη η.
  • 1) Θήκη:
    • Βάλε στη θήκη το σπαθί (Πανώρ. Β´ 554).
  • 2) Αποθήκη, κατάστημα:
    • έβαλον τα πράγματα ένδοθεν εις τας θήκας (Διγ. Z 1227
    • (σε παροιμ.· βλ. Πολ. Ν., Παροιμ. Δ´ 635-6):
      • Εβραίος όζει και βρομεί και όλη του η θήκη (Διήγ. παιδ. 424).
  • 3) Ταμείο· περιουσία (πβ. ενθήκη):
    • Εσύ έφαγες την θήκην σου (Πουλολ. 14 κριτ. υπ).
  • 4) Χώρος όπου αποθηκεύεται νερό, για να χρησιμοποιηθεί σε λουτρό:
    • εποίησαν εις το λουτρόν ολόχαλκον την θήκην (Διγ. Z 113).

[αρχ. ουσ. θήκη. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   1... 59 60 [61] 62 63 ...101   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες