Παράλληλη αναζήτηση
| 1.007 εγγραφές [571 - 580] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- θέσφατο το [θésfato] Ο40 : 1. (πληθ., στην αρχαιότητα) θείες εντολές, χρησμοί. 2. γνώμη, απόφαση που πρέπει να γίνει σεβαστή σαν να προέρχεται από το Θεό: Ό,τι έλεγε ο δάσκαλος / ο πατέρας ήταν για μας ~.
[λόγ. εν. < αρχ. πληθ. τά θέσφατα]
- θετικισμός ο [θetikizmós] Ο17 : (φιλοσ.) φιλοσοφική θεωρία που δέχεται ως μοναδική πηγή της γνώσης τις αισθήσεις, αρκείται στην απλή γνώση των φαινομένων και αρνείται κάθε σχέση με τη μεταφυσική· ποζιτιβισμός: Θεμελιωτής του θετικισμού είναι ο Γάλλος στοχαστής Aύγουστος Kοντ.
[λόγ. θετικ(ός) -ισμός μτφρδ. γαλλ. positivisme]
- θετικιστής ο [θetikistís] Ο7 θηλ. θετικίστρια [θetikístria] Ο27 : οπαδός του θετικισμού. || (ως επίθ.): Θετικιστές φιλόσοφοι.
[λόγ. θετικ(ισμός) -ιστής μτφρδ. γαλλ. positiviste· λόγ. θετικισ(τής) -τρια]
- θετικός -ή -ό [θetikós] Ε1 : I1α. που στηρίζεται στην πραγματικότητα, για κτ. που είναι βέβαιο, πραγματικό, για το οποίο δεν υπάρχει αμφιβολία: Θετική πληροφορία. Θετικό γεγονός. Οι απαντήσεις του ήταν αόριστες, δε μας είπε κάτι θετικό. Θετικές πηγές αναφέρουν ότι
Θετικές γνώσεις. β. (για πρόσ.) που σκέφτεται και ενεργεί πάντα με λογική, με ρεαλισμό και με σιγουριά: Στηρίζομαι στις υποδείξεις / υποσχέσεις του, γιατί είναι ~ άνθρωπος. Tο παιδί αυτό έχει θετικό μυαλό, δεν είναι επιπόλαιο. γ. που στηρίζεται στην αντικειμενική γνώση. ANT θεωρητικός: Θετικές επιστήμες, φυσικές, μαθηματικές, τεχνικές, ιατρικές επιστήμες. ~ επιστήμονας. || Θετική φιλοσοφία, θετικισμός. ~ φιλόσοφος, θετικιστής. 2α. που επιβεβαιώνει κτ. ή που συμφωνεί με κτ. ANT αρνητικός: Θετική απάντηση, καταφατική. Θετική εισήγηση. Θετική κριτική, ευνοϊκή. H θέση / στάση του απέναντί μας ήταν θετική. Ο προϊστάμενός μου είναι πολύ ~ στο θέμα της προαγωγής μου. ΦΡ τον / το έχω θετικό, είμαι σίγουρος για την υποστήριξη ενός ατόμου ή για την έκβαση μιας υπόθεσης. β. (ιατρ.) που διαπιστώνει την ύπαρξη κάποιου στοιχείου για το οποίο γίνεται η έρευνα. ANT αρνητικός: Θετική εξέταση / αντίδραση. Tα αποτελέσματα των εξετάσεων (για φυματίωση, καρκίνο, εγκυμοσύνη κτλ.) είναι θετικά. || Aίμα με ρέζους* θετικό, και για πρόσωπο με θετική αντίδραση: Aυτός είναι (ρέζους) ~. γ. (ψυχ.) θετικό συναίσθημα, π.χ. αγάπη, φιλία, χαρά, ενθουσιασμός κτλ. ANT αρνητικός. 3α. που βοηθάει στην καλή εξέλιξη μιας κατάστασης, διαδικασίας. ANT αρνητικός. H καθιέρωση της δημοτικής ήταν ένα θετικό βήμα στην πνευματική εξέλιξη του τόπου μας. H παρουσία / πρότασή του είναι πολύ θετική, εποικοδομητική. Tα αποτελέσματα των διαπραγματεύσεων ήταν θετικά. β. πλεονεκτικός, καλός: Tα θετικά στοιχεία μιας κατάστασης / ενός έργου. II1. (γραμμ.) ~ βαθμός ενός επιθέτου / επιρρήματος, που χαρακτηρίζει το ουσιαστικό χωρίς να το συγκρίνει με άλλο, σε αντιδιαστολή με το συγκριτικό και τον υπερθετικό βαθμό, π.χ. καλός, ωραίος, δίκαια κτλ. 2. (νομ.) θετικό δίκαιο, κανόνες δικαίου που ισχύουν σε μια δεδομένη ιστορική στιγμή. ANT φυσικό. 3. ANT αρνητικός. α. (μαθημ.) που είναι μεγαλύτερος από το μηδέν και που χαρακτηρίζεται με το σύμβολο + (συν): ~ αριθμός. Θετικό μέγεθος / αποτέλεσμα. || Θετική φορά, προς τα δεξιά. β. (φυσ.) ~ ηλεκτρισμός, τον οποίο έχει ο πυρήνας των ατόμων. Θετικό φορτίο, που περιέχει ο πυρήνας των ατόμων. Θετικό ιόν, από το οποίο έχουν αφαιρεθεί ηλεκτρόνια. ~ πόλος, όπου συγκεντρώνονται τα θετικά φορτία. γ. (φωτογρ., ως ουσ.) το θετικό, φωτογραφικό είδωλο στο οποίο τα φωτεινά και σκοτεινά σημεία αντιστοιχούν σε εκείνα του αντικειμένου. δ. (οικον.) θετικό κέρδος, πραγματικό και όχι υποθετικό. θετική ζημία, που αφορά το κεφάλαιο και όχι τα διαφυγόντα κέρδη.
θετικά ΕΠIΡΡ στις σημ. I1α, β, 2α, γ, 3, II1, 3: Δεν μπορώ να σε πληροφορήσω ~. Aυτός ενεργεί πάντα ~. Mου απάντησε ~. Mε βοήθησε πολύ ~. Άτομο ~ φορτισμένο. [λόγ.: I1α, β, I2α, γ, I3, II1: αρχ. θετικός· I1γ, I2β, II2, II3: σημδ. γαλλ. positif και αγγλ. positive]
- θετικότητα η [θetikótita] Ο28 : η ιδιότητα του θετικού: H ~ της πληροφορίας, ακρίβεια. Δεν μπορώ να σου το πω με ~, βεβαιότητα.
[λόγ. θετικ(ός) -ότης > -ότητα]
- θετός, επίθ.
-
- Τοποθετημένος, τακτοποιημένος:
- τα ’χασι θετά … με γνώσιν (Φαλιέρ., Θρ. 333).
[αρχ. επίθ. θετός. Η λ. και σήμ.]
- Τοποθετημένος, τακτοποιημένος:
- θετός -ή -ό [θetós] Ε1 : που έχει αποκτήσει με υιοθεσία την ιδιότητα που προκύπτει από τη σχέση πατέρα - παιδιού. ANT φυσικός. α. που υιοθέτησε κπ.: ~ πατέρας. Θετή μητέρα. Θετοί γονείς. Θετή οικογένεια. || Θετή πατρίδα, για χώρα που τη θεωρεί κάποιος πατρίδα του, ενώ δεν κατάγεται από αυτή. β. που υιοθετήθηκε· υιοθετημένος· (πρβ. ψυχογιός, ψυχοκόρη, ψυχοπαίδι): ~ γιος. Θετή κόρη. Θετό παιδί.
[λόγ. < αρχ. θετός]
- θέτω [θéto] -ομαι, τίθεμαι [tíθeme] Ρ αόρ. έθεσα, απαρέμφ. θέσει, παθ. τίθεμαι, τίθεσαι, τίθεται, τιθέμεθα, τίθεστε, τίθενται, και (προφ.) θέτομαι, πρτ. γ' πρόσ. ετίθετο, ετίθεντο, αόρ. τέθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και ετέθη, ετέθησαν, απαρέμφ. τεθεί : 1. (λόγ.) βάζω, τοποθετώ. ΦΡ ~ τον δάκτυλον* εις τον τύπον των ήλων. 2α. σε περιφράσεις: ~ σε εφαρμογή / σε κίνηση / σε λειτουργία, βάζω. ~ νόμους. ~ κπ. ή κτ. υπό αμφισβήτηση / επιτήρηση / κηδεμονία / έλεγχο / κρίση / απαγόρευση. H επανάσταση του 1821 έθεσε τέρμα στην τουρκική κυριαρχία. Tίθεμαι σε εφαρμογή / σε κίνηση / σε λειτουργία, μπαίνω. Tίθεμαι επικεφαλής, μπαίνω. β. βάζω: ~ τις βάσεις / τα θεμέλια (της δημοκρατίας / της παιδείας κτλ.). Tέθηκαν οι βάσεις για την ανάκαμψη της οικονομίας. Έθεσε στη ζωή του υψηλούς στόχους. ~ όρους. 3. με αφηρημένα ουσιαστικά όπως π.χ. θέμα, ζήτημα, ερώτημα κτλ.: H κυβέρνηση θα θέσει θέμα εμπιστοσύνης στη βουλή. Οι ακροατές έθεσαν ερωτήματα στον ομιλητή. Aύριο θα τεθεί το θέμα στην κοινοβουλευτική ομάδα. (έκφρ.) δεν τίθεται θέμα* / ζήτημα*. ~ (κτ.) υπόψη* κάποιου. ΦΡ ~ επί τάπητος*. ~ κπ. ή κτ. εκτός μάχης*. ~ κπ. εκποδών*.
[λόγ. < μσν. θέτω < ελνστ. αόρ. *ἔθεσα (αναλ. προς το σχ.: αρχ. πίπτω `πέφτω΄ - αόρ. αρχ. ἔπεσον, ελνστ. ἔπεσα) του αρχ. ρ. τίθημι (θέμα θεσ- / θετ-, π.χ. προστ. θές, θέτε, συγγ. θέσις, θετός)· λόγ. < αρχ. τίθεμαι]
- θέτω· αόρ. έθηκα· έθησα· γ´ εν. αορ. έθην· γ´ πληθ. αορ. εθεύμαν· μτχ. παρκ. θεσμένος.
-
- Α´ Μτβ.
- 1)
- α) Τοποθετώ, βάζω:
- στέφανα ολόχρυσα τας κεφαλάς των θέτει (Διγ. Esc. 1053)·
- β) τακτοποιώ:
- Εθέκαν τα κοντάρια τους (Ιμπ. 125)·
- γ) καθορίζω:
- αναλογίας εθέκασιν εις το χάρτωμαν (Ασσίζ. 36814).
- α) Τοποθετώ, βάζω:
- 2) Φρ.
- α) θέτω την κατούνα = στρατοπεδεύω:
- (Λίβ. N 2839)·
- β) θέτω απίλογον = απαντώ, απολογούμαι:
- (Φαλιέρ., Ιστ. 183 κριτ. υπ.)·
- γ) θέτω εις ζεύγλην = υποδουλώνω:
- (Γεωργηλ., Βελ. Λ 813)·
- δ) θέτω μαρτυρίαν επάνω σε κάπ. = κατοχυρώνω κάπ. με μαρτυρία:
- (Ελλην. νόμ. 55524)·
- ε) θέτω τον νουν (μου) =
- (α) προσέχω:
- (Σπαν. A 256)·
- (β) αφοσιώνομαι:
- (Φλώρ. 1472)·
- (α) προσέχω:
- στ) θέτω κ. στην καρδίαν (μου) = αποφασίζω κ.:
- (Αχέλ. 200)·
- ζ) θέτω όνομα = ονομάζω:
- (Ιμπ. 77)·
- η) θέτω τον πόθον πρός τινα = ερωτεύομαι κάπ.:
- (Καλλίμ. 2282)·
- θ) θέτω εις ρίμα = γράφω ποίημα:
- (Βίος Δημ. Μοσχ. 35)·
- ι) θέτω εις κρότος = τρέπω σε φυγή:
- (Χρον. Μορ. H 5401).
- α) θέτω την κατούνα = στρατοπεδεύω:
- 3) Βάζω κάπ. να ξαπλώσει, να κοιμηθεί:
- οψές αργάς σ’ έθεκα, καλογιέ μου (Θυσ. 419).
- 4) Αναφέρω σε κάπ. κ.:
- Ήρξατο … και άλλα να με θέτει (Λίβ. (Lamb.) N 497).
- 5) Θεωρώ:
- τα πάντα θέσ’ τα εις μωρίαν (Σπαν. O 191).
- 6) Αναθέτω:
- θέτει την κρίσιν και ζητεί απόφασιν (Ελλην. νόμ. 54810).
- 7) Θυσιάζω:
- θέτει (ενν. ο Ιάγγος) ζωήν διά πολλούς (Αργυρ., Βάρν. Κ 42).
- 8) Διορίζω, εγκαθιστώ:
- Μαρκέζην … έθηκε στρατηγόν του (Κορων., Μπούας 59).
- 1)
- Β´ Αμτβ.
- α) Πλαγιάζω, ξαπλώνω:
- καταπώς εθέκασιν, εδέτσι εσηκωθήκα (Ερωτόκρ. Γ´ 651)·
- β) χαμηλώνω:
- η ρίζα την κορφήν εκέλευσε να θέσει (Απόκοπ. 52).
- α) Πλαγιάζω, ξαπλώνω:
- Η μτχ. παρκ. θεμένος ως επίθ. = θετός:
- θέλεις πατέρας φυσικός, θέλεις πατήρ θεμένος (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε´ [636]).
[<αρχ. τίθημι. Οι αόρ. εθέκα, έθηκα και εθήκα και σήμ. ποντ. Η λ. στο Meursius (‑ττειν) και σήμ.]
- Α´ Μτβ.
- θεώμαι [θeóme] Ρ11 αόρ. θεάθηκα, απαρέμφ. θεαθεί : I. (λόγ., μόνο στο ενεστ. θ., για αφηρ. ουσ.) βλέπω, παρατηρώ: Ο άνθρωπος θεάται το θείο με την ψυχή. II. (μόνο στο αορ. θ., για πρόσ., κυρ. ειρ. και πειραχτικά) με βλέπει κάποιος, γίνομαι αντιληπτός: Θεάθηκε να κυκλοφορεί με μία νεαρά, ενώ η γυναίκα του λείπει. Θεάθηκε σε νυχτερινό κέντρο.
[λόγ. < αρχ. θεῶμαι]



