Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Θ
1.007 εγγραφές [311 - 320]
[Λεξικό Κριαρά]
θεόγραφος, επίθ.
  • Που έχει γραφεί από το Θεό:
    • πλάκας τας θεογράφους (Παϊσ., Ιστ. Σινά 37).

[<ουσ. Θεός + γράφω. Η λ. τον 4. αι. (Lampe)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θεόγυμνος -η -ο [θeójimnos] Ε5 : που δε φοράει κανένα ρούχο, τελείως γυμνός· ολόγυμνος, τσίτσιδος: Έβγαλε όλα της τα ρούχα κι έμεινε θεόγυμνη.

[θεο-II + γυμν(ός) -ος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θεοδικία η [θeoδikía] Ο25 : 1. η κρίση του Θεού για την αθωότητα ή την ενοχή ενός κατηγορουμένου, που εκδηλώνεται με υπερφυσικά σημάδια· θεοκρισία. 2. (φιλοσ.) η δικαίωση του Θεού για τη δημιουργία και την ύπαρξη του κακού στον κόσμο.

[λόγ. < γαλλ. théodicée < théo- = θεο-I + dicée < αρχ. δίκ(η) -ία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θεοδόλιχος ο [θeoδólixos] Ο19 : όργανο που χρησιμοποιείται για μετρήσεις γωνιών στην αστρονομία και στην τοπογραφία.

[λόγ. < γαλλ. théodolite με παρετυμ. αρχ. δολιχός `μακρύς, μακρινός΄]

[Λεξικό Κριαρά]
θεοδόξαστος, επίθ.
  • Δοξασμένος από το Θεό:
    • την θεοδόξαστον Κωνσταντινούπολιν (Ψευδο-Σφρ. 54010
    • δέσποινά μου θεοδόξαστη (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 419).

[<ουσ. Θεός + δοξάζω. Η λ. τον 8. αι. (Lampe)]

[Λεξικό Κριαρά]
θεοδόχος, επίθ.
  • Που δέχτηκε το Θεό:
    • Μαρίαν την πανάχραντον, πηγήν την θεοδόχον (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1042).

[<ουσ. Θεός + δέχομαι. Η λ. τον 4. αι. (Lampe)]

[Λεξικό Κριαρά]
θεοδώρητος η.
  • Ονομασία φαρμακευτικού παρασκευάσματος:
    • ποίησον την ιατρείαν, ην λέγουσι θεοδώρητον (Ορνεοσ. αγρ. 53713‑4).

[θηλ. του μτγν. επιθ. θεοδώρητος ως ουσ. Η λ. τον 6. αι. (Steph.)]

[Λεξικό Κριαρά]
θεοέρημος, επίθ.· θεόρημος.
  • Παντέρημος· άθλιος, δύστυχος:
    • (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 438).

[<θεο‑ + επίθ. έρημος]

[Λεξικό Κριαρά]
θεόζευκτος, επίθ.
  • (Προκ. για αντρόγυνο) που το ένωσε ο Θεός:
    • (Διγ. Άνδρ. 41218).

[<ουσ. Θεός + ζεύω. Η λ. τον 4. αι.]

[Λεξικό Κριαρά]
θεοκαρβουνόκαυτος, επίθ.
  • «Κατακαμένος» από το Θεό·
    • (μεταφ. προκ. για την Τρίτη) εξαιρετικά πένθιμος, δυσοίωνος:
      • (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 196).

[<ουσ. Θεός + καρβουνοκαίω]

< Προηγούμενο   1... 30 31 [32] 33 34 ...101   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες