Παράλληλη αναζήτηση
| 1.007 εγγραφές [161 - 170] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θαυμαστικό το [θavmastikó] Ο38 : α. (γραμμ.) σημείο στίξης (!) που σημειώνεται ύστερα από τα επιφωνήματα ή από κάθε φράση που εκφράζει θαυμασμό, χαρά, ελπίδα, πόνο, φόβο, προσταγή κτλ., π.χ. «Aχ!» «Ποπό τι πάθαμε!» «Θαυμάσια!» β. το ίδιο σημείο με το οποίο χαρακτηρίζουμε κτ. ως άξιο θαυμασμού, απορίας: Σημείωσε ένα ~ στο περιθώριο της σελίδας.
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. θαυμαστικός σημδ. γαλλ. point d΄exclama tion]
[Λεξικό Κριαρά]
- θαυμαστικός, επίθ.
-
- Θαυμαστός, αξιοθαύμαστος:
- πράγματα θαυμαστικά ήθελες καταστήσει (Κορων., Μπούας 78).
[αρχ. επίθ. θαυμαστικός. Η λ. και σήμ.]
- Θαυμαστός, αξιοθαύμαστος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θαυμαστικός -ή -ό [θavmastikós] Ε1 : που εκδηλώνει, που εκφράζει θαυμασμό: Θαυμαστικά επιφωνήματα. || (ως ουσ.) το θαυμαστικό*.
θαυμαστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. θαυμαστικός]
[Λεξικό Κριαρά]
- θαυμαστοκτισμένος, μτχ. επίθ.
-
- Χτισμένος με θαυμαστό τρόπο, ομορφοχτισμένος:
- Την Βαβυλώνα … την θαυμαστοκτισμένην (Τζάνε, Φιλον. 5829).
[<επίρρ. θαυμαστά + μτχ. παρκ. του κτίζω]
- Χτισμένος με θαυμαστό τρόπο, ομορφοχτισμένος:
[Λεξικό Κριαρά]
- θαυμαστός, επίθ.· θαμαστός· θαμαχτός· θαυμασθός.
-
- 1) Θαυμάσιος, εξαιρετικός:
- τόπον θαυμαστόν (Ιμπ. (Legr.) 663)·
- ιατρόν θαυμαστόν (Διήγ. Αλ. V 23)·
- (ως επίθ. υψηλών ή τιμώμενων προσώπων):
- θαυμαστού Αχιλλέως (Αχιλλ. O 170)·
- Μερκούριε θαυμαστέ (Κορων., Μπούας 16).
- 2)
- α) Θαυμαστός, αξιοθαύμαστος:
- κατορθώματα θαυμαστά (Διγ. Z 7)·
- β) άξιος απορίας:
- Το πώς δεν την εγκρέμνισαν, και θαυμαστόν το έχω, εκ τα πολλά κακόγνωμα τά έδειξεν εις πάντας (Χρον. Τόκκων 1301)·
- γ) πρωτοφανής, πρωτάκουστος:
- με θρήνος θαυμαστόν εθάψασιν την κόρην (Αχιλλ. N 1739)·
- δ) δυσβάστακτος· ακατόρθωτος:
- η παραγγιλιά ετούτη ος εγώ παραγγέλνω σε … όχι θαμαχτή αυτή από εσέν (Πεντ. Δευτ. XXX 11).
- α) Θαυμαστός, αξιοθαύμαστος:
- Το αρσ. ως ουσ. = γίγαντας:
- (Πεντ. Γέν. VI 4).
- Το ουδ. στον πληθ. ως ουσ. =
- α) αξιοθαύμαστες πράξεις, κατορθώματα:
- να περιγράψω θαυμαστά του Διγενούς εκείνου (Διγ. Α 3869)·
- β) αξιοθέατα:
- έστι θαυμαστά … εις αύτα τα μοναστήρια (Μηλ., Οδοιπ. 638).
- α) αξιοθαύμαστες πράξεις, κατορθώματα:
[αρχ. επίθ. θαυμαστός. Οι τ. θαμαστός και θαμαχτός και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]
- 1) Θαυμάσιος, εξαιρετικός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θαυμαστός -ή -ό [θavmastós] Ε1 : που προκαλεί το θαυμασμό· αξιοθαύμαστος: Έχει μια θαυμαστή ικανότητα να πείθει τους συνομιλητές του. Ο ~ κόσμος των ζώων. (έκφρ.) Mέγας είσαι, Kύριε, και θαυμαστά τα έργα Σου: α. (εκκλ.) έκφραση θαυμασμού μπροστά στο θεϊκό μεγαλείο. β. (γενικότ.) έκφραση έντονης έκπληξης για κτ.
θαυμαστά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. θαυμαστός]
[Λεξικό Κριαρά]
- θαυμαστώνω.
-
- I. (Ενεργ.) δίνω σε κάπ. τη δύναμη να κάνει θαύματα, κάνω κάπ. θαυματουργό:
- βλέπομεν … τέρατα και σημεία …, διότις εθαυμάστωσε Κύριος τους αγίους απόστολους (Βίος αγ. Νικ. 17).
- II. (Μέσ.) θαυμάζω, απορώ:
- εύρε το κάστρον έρημον και το εθαυμαστώθη πώς το αφήκαν έρημον (Ιστ. Βλαχ. 922).
[αρχ. θαυμαστόω. Η λ. στο Βλάχ.]
- I. (Ενεργ.) δίνω σε κάπ. τη δύναμη να κάνει θαύματα, κάνω κάπ. θαυματουργό:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θαυματοποιός ο [θavmatopiós] Ο17 : 1. αυτός που κάνει θαύματα: Είμαι γιατρός, δεν είμαι ~. 2. αυτός που κάνει ταχυδακτυλουργικά τεχνάσμα τα· ταχυδακτυλουργός: Aκροβάτες και θαυματοποιοί διασκέδαζαν τον κόσμο.
[λόγ. < αρχ. θαυματοποιός]
[Λεξικό Κριαρά]
- θαυματοποιός ο.
-
- Αυτός που κάνει θαύματα, αυτός που θαυματουργεί:
- (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 278r).
[αρχ. ουσ. θαυματοποιός. Η λ. και σήμ.]
- Αυτός που κάνει θαύματα, αυτός που θαυματουργεί:
[Λεξικό Κριαρά]
- θαυματοποιώ.
-
- Κάνω θαύματα:
- εδέχτηκε (ενν. η Παναγία) μέσα της … τον … Χριστόν, διατούτο πάντοτες εθαυματοποίει (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 397).
[μτγν. θαυματοποιέω]
- Κάνω θαύματα:



