Παράλληλη αναζήτηση
| 1.007 εγγραφές [721 - 730] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- θνησιγενής -ής -ές [θnisijenís] Ε10 : 1. (ιατρ.) που πεθαίνει μόλις γεννηθεί ή που γεννιέται νεκρός: Θνησιγενές νεογνό. 2. (μτφ.) που από τη στιγμή της δημιουργίας, της σύστασής του παρουσιάζει σημεία διάλυσης, που δε διαθέτει τις δυνατότητες για να επιβιώσει: ~ κυβέρνηση χωρίς κοινοβουλευτική πλειοψηφία. ~ θεσμός. Θνησιγενές κράτος.
[λόγ. < ελνστ. θνῆσι(ς) `θάνατος΄ + -γενής μτφρδ. γαλλ. mort-né (πρβ. μσν. θνησκόγενος `που πεθαίνει στη γέννα΄)]
- θνησιμαίον το.
-
- Ψοφίμι:
- (Φυσιολ. 35310).
[ουδ. του επιθ. θνησιμαίος ως ουσ.]
- Ψοφίμι:
- θνησιμαίος -α -ο [θnisiméos] Ε4 : (λόγ., για ζώο) ψόφιος. || (ως ουσ.) το θνησιμαίο, ψοφίμι.
[λόγ. επίθ. < ελνστ. ουσ. θνησιμαῖον `κουφάρι ζώου΄]
- θνησιμότητα η [θnisimótita] Ο28 : (στατ.) 1. η αναλογία που υπάρχει ανάμεσα στον αριθμό των θανάτων και στο σύνολο του πληθυσμού σε ορισμένο τόπο και χρόνο. ANT γεννητικότητα: Aύξηση / μείωση της θνησιμότητας. H υπογεννητικότητα εξισορροπείται από τη μείωση της παιδικής θνησιμότητας. Πίνακες θνησιμότητας του 1997 για τα ευρωπαϊκά κράτη. Γενική ~. ~ ανδρών / γυναικών. 2. το σύνολο των θανάτων που συμβαίνουν σε ένα ορισμένο χρονικό διάστημα και που οφείλονται στην ίδια αιτία: H ~ από καρκίνο / καρδιοπάθειες / ατυχήματα.
[λόγ. θνήσιμ(ος) `που μπορεί να πεθάνει΄ (< ελνστ. θνῆσ(ις) `θάνατος΄ -ιμος) -ότης > -ότητα μτφρδ.γαλλ. mortalité]
- θνήσις ‑ση η.
-
- Σφαγή, θάνατος· καταστροφή:
- οι Ούγγροι εξοπίσω τους θνήσιν μεγάλην κάμνουν (Παρασπ., Βάρν. C 251).
[μτγν. ουσ. θνήσις]
- Σφαγή, θάνατος· καταστροφή:
- θνήσκω· μτχ. αορ. θανείς, (Ασσίζ. 11930)· μτχ. παρκ. θνεώς, (αυτ. 14219).
-
[αρχ. θνῄσκω]
- θνησμός ο.
-
- Επιδημία, θανατικό:
- εις το Σιάμιν μέγας θνησμός (Ωροσκ. 439).
[<ουσ. θνήσις αναλογ. προς ουσ. σε ‑μός]
- Επιδημία, θανατικό:
- θνητός, επίθ.
-
- Που υπόκειται στο θάνατο:
- (Φαλιέρ., Ρίμ. 35).
- Το αρσ. και το θηλ. ως ουσ. = νεκρός· σκοτωμένος:
- οι συγγενείς του τεθνεώτος ού της θνητής (Ασσίζ. 3914)·
- ο θνητός ουκ έχει κανένα συγγενήν … οπού να ζητήσει τον θάνατόν του απ’ εκείνον οπού τον εσκότωσεν (Ασσίζ. 46529· 2142).
[αρχ. επίθ. θνητός. Η λ. και σήμ.]
- Που υπόκειται στο θάνατο:
- θνητός -ή -ό [θnitós] Ε1 : που από τη φύση του είναι προορισμένος να πεθάνει, που η ύπαρξή του δεν είναι αιώνια. ANT αθάνατος1: Όλοι οι άνθρωποι είναι θνητοί. || (ως ουσ.) ο θνητός, ο άνθρωπος: Ευτυχής ~, για κπ. που τον θεωρούμε τυχερό σε κπ. τομέα: Ποιος ευτυχής ~ είναι ο ιδιοκτήτης αυτής της βίλας; Στην ελληνική μυθολογία οι θεοί πολλές φορές συμπεριφέρονται σαν θνητοί. (έκφρ.) κοινός ~, για κπ. που δεν ανήκει σε προνομιούχα κοινωνική τάξη ή ομάδα.
[λόγ. < αρχ. θνητός]
- θνητότητα η [θnitótita] Ο28 : 1. η ιδιότητα του θνητού. 2. (στατ.) η συχνότητα των θανάτων ανάμεσα σε άτομα που έχουν προσβληθεί από την ίδια νόσο: H ~ από τις λοιμώξεις έχει μειωθεί στο ελάχιστο.
[λόγ. < ελνστ. θνητότης, αιτ. -ητα `το να είναι κανείς θνητός΄ σημδ. γαλλ. mortalité]



