Παράλληλη αναζήτηση
| 4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θέσπιση η [θéspisi] Ο33 : η ενέργεια του θεσπίζω: H ~ κινήτρων / μέτρων για την αποκέντρωση του πληθυσμού / της βιομηχανίας.
[λόγ. < μσν. θέσπι(σις) -ση < θεσπι- (θεσπίζω) -σις (διαφ. το ελνστ. ή μσν. θέσπισις `προφητεία΄)]
[Λεξικό Κριαρά]
- θέσπισις η.
-
- Νομοθέτηση:
- (Ασσίζ. 11218).
[<θεσπίζω + κατάλ. ‑σις. Η λ. σε σχόλ. και σήμ. (‑η)]
- Νομοθέτηση:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θέσπισμα το [θéspizma] Ο49 : το αποτέλεσμα του θεσπίζω και με επέκταση διαταγή, κυρίως ως νομικός όρος: Kλητήριο ~, έγγραφο με το οποίο καλείται κάποιος να παρουσιαστεί στο δικαστήριο ως κατηγορούμενος.
[λόγ. < μσν. θέσπισμα (στη νέα σημ.) < αρχ. θέσπισμα `προφητεία΄ σημδ. (μσν.) λατ. sanctio]
[Λεξικό Κριαρά]
- θέσπισμα(ν) το· εθέσπισμα.
-
- α) Διάταγμα:
- διά θεσπίσματος του μεγάλου Κωνσταντίνου (Βακτ. αρχιερ. 173)·
- β) νομοθέτημα:
- (Ασσίζ. 23215)·
- γ) απόφαση:
- (Ασσίζ. 27914).
[αρχ. ουσ. θέσπισμα. Η λ. (‑α) και σήμ.]
- α) Διάταγμα:



