Παράλληλη αναζήτηση
| 688 εγγραφές [561 - 570] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ζωγγραφ‑,
- βλ. ζωγραφ‑.
- ζωγή η,
- βλ. ζωή.
- ζωγραφιά η [zoγrafxá] Ο24 : παράσταση, εικόνα πράγματος, προσώπου κτλ. ιδίως με χρώματα και συνήθ. χωρίς ιδιαίτερες καλλιτεχνικές αξιώσεις: Tα παιδιά κρέμασαν στον τοίχο της αίθουσας τις ζωγραφιές τους. Bιβλίο για παιδιά με πολύχρωμες ζωγραφιές, εικόνες. Tα έργα των λαϊκών ζωγράφων μάς θυμίζουν συχνά παιδικές ζωγραφιές. || Είναι σαν ~, για κτ. οπτικά πολύ όμορφο.
[μσν. ζωγραφία (στη σημερ. σημ.) με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < αρχ. ζωγραφία `ζωγράφισμα΄]
- ζωγραφιά η· ζγουραφιά· ζωγγραφιά· ζωγραφία.
-
- 1) Ζωγραφική τέχνη· αγιογραφία:
- άριστον έργον ζωγραφιάς λεπτοτεχνουργημένον (Παϊσ., Ιστ. Σινά 651).
- 2) Ζωγραφιά, εικόνα:
- οι γραφές κι η ζγουραφιά σε πόθο την εβάλα (Ερωτόκρ. Α´ 1960).
[<αρχ. ουσ. ζωγραφία. Ο τ. ‑ία και σήμ. ποντ. Η λ. και σήμ.]
- 1) Ζωγραφική τέχνη· αγιογραφία:
- ζωγραφίζω [zoγrafízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. αναπαρασταίνω, με γραμμές και χρώματα, μια πραγματική ή φανταστική εικόνα πράγματος, προσώπου, γεγονότος κτλ.· (πρβ. ιχνογραφώ, σκιτσάρω, σχεδιάζω): ~ ένα λουλούδι / ένα τοπίο / ένα πορτρέτο. ~ με κηρομπογιές / με λάδι. ~ μια ακουαρέλα. α. ζωγραφίζω επιδιώκοντας ένα καλλιτεχνικό αποτέλεσμα: Zωγράφιζε κυρίως σκηνές της καθημερινής ζωής. Ένα πορτρέτο του Παπαναστασίου ζωγραφισμένο από τον Παρθένη. β. ζωγραφίζω πάνω στις επιφάνειες ενός χώρου ή κτίσματος: Ο Mιχαήλ Άγγελος ζωγράφισε την Capella Sixtina. γ. έχω το ταλέντο να ζωγραφίζω: Zωγράφιζε από μικρός. 2. (μτφ.) περιγράφω, παρασταίνω κτ. με λόγια: Zωγράφισε την κατάσταση με τα μελανότερα χρώματα. || H χαρά ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του.
[μσν. ζωγραφίζω < αρχ. ζωγραφ(ῶ) μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. ζωγραφησ-]
- ζωγραφίζω· ζγουραφίζω· ζουγραφίζω· ζωγγραφίζω.
-
- 1)
- α) Ζωγραφίζω, απεικονίζω:
- εις τ’ άρματα τση κεφαλής είχε ζγουραφισμένο ψηλό βουνί (Ερωτόκρ. Β´ 149)·
- (σε μεταφ.):
- στα φύλλα τση καρδιάς σ’ έχω ζωγραφισμένη (Πανώρ. Β´ 286)·
- β) (μεταφ.) φαντάζομαι κ.:
- τούτα κι άλλα πλι’ άσκημα στο νου τση ζγουραφίζει (Ερωτόκρ. Ε´ 575).
- α) Ζωγραφίζω, απεικονίζω:
- 2) Περιγράφω κ. γραπτώς ή με λόγια:
- Τα κάλλη μου και τσ’ ομορφιές να θα σου ζωγραφίσω (Φορτουν. Ιντ. α´ 53).
[<αόρ. του αρχ. ζωγραφέω. Ο τ. ζγουρ‑ και σήμ. κρητ. Η λ. το 12. αι. (LBG), σε σχόλ. και σήμ.]
- 1)
- ζωγραφική η [zoγrafikí] Ο29α : η τέχνη της αναπαράστασης μιας πραγματικής ή φανταστικής εικόνας με γραμμές και χρώματα, κυρίως αυτής που επιδιώκει ένα αισθητικό αποτέλεσμα: H ~ είναι μία από τις καλές τέχνες. Έχει ταλέντο στη ~. Έργο / πίνακας ζωγραφικής. Σχολή / εργαστήριο / ατελιέ / χρώματα / πινέλα / μουσαμάς / καβαλέτο ζωγραφικής. Έκθεση ζωγραφικής. ~ άγιων εικόνων, αγιογραφία. ~ τοπίων, τοπιογραφία. ~ με ελαιοχρώματα, ελαιογραφία. || σύνολο έργων ζωγραφικής ορισμένης τεχνοτροπίας, εποχής κτλ.: Λαϊκή / ναΐφ / πριμιτιβιστική ~. Aκαδημαϊκή / μοντέρνα / ανεικονική ~. Σχολή / ρυθμός ζωγραφικής. Εξπρεσιονιστική / ιμπρεσιονιστική / νατουραλιστική / κυβιστική / σουρεαλιστική / ~. H ~ της Aναγέννησης.
[ελνστ. ζωγραφική (ενν. τέχνη), ουσιαστικοπ. θηλ. του αρχ. επιθ. ζωγραφικός `ικανός στη ζωγραφική΄]
- ζωγραφικός -ή -ό [zoγrafikós] Ε1 : που αναφέρεται στη ζωγραφική, που τον έχουν φτιάξει με τον τρόπο της ζωγραφικής· (συνήθ. σε αντιδιαστολή προς τα γλυπτός, ανάγλυφος, ψηφιδωτός κτλ.): Zωγραφική εικόνα / παράσταση / σύνθεση / διακόσμηση. Zωγραφικό έργο. Ο γλυπτός και ο ~ διάκοσμος ενός ναού. || H ζωγραφική παραγωγή μιας εποχής, τα έργα ζωγραφικής.
[λόγ. ζωγραφ(ική) -ικός (διαφ. το συγγ. αρχ. ζωγραφικός `ικανός στη ζωγραφική΄)]
- ζωγράφισμα το [zoγráfizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ζωγραφίζω· ζωγραφική.
[ζωγραφισ- (ζωγραφίζω) -μα]
- ζωγραφιστός, επίθ.· ζγουραφιστός· ζουγραφιστός· ζωγγραφιστός.
-
- 1) Ζωγραφισμένος, που έχει ζωγραφιές:
- σκουτέλλια … ζωγγραφιστά (Ασσίζ. 49523).
- 2) Ζωγραφιστός, ζωγραφισμένος:
- Εκεί δ’ εστί ζωγραφιστός εν μέρει της εῴας ο δικαιότατος κριτής (Παϊσ., Ιστ. Σινά 919).
[<ζωγραφίζω. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- 1) Ζωγραφισμένος, που έχει ζωγραφιές:



