Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ζ
688 εγγραφές [501 - 510]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζυγίζω [zijízo] -ομαι Ρ2.1 : 1α. μετρώ το βάρος ενός σώματος με ζυγαριά: ~ το κρέας / τα φρούτα / ένα δέμα / τις αποσκευές μου. || (παθ.) μετρώ το βάρος μου σε ζυγαριά: Έχω καιρό να ζυγιστώ. β. ~ κτ. με το χέρι / με το μάτι, υπολογίζω κατά προσέγγιση το βάρος του σηκώνοντάς το ή παρατηρώντας το. 2. έχω ορισμένο βάρος: Πόσο ζυγίζει η βαλίτσα; Ένα μεγάλο καρπούζι, θα ζύγιζε ίσαμε δέκα κιλά. Έχει ύψος 1,65 και ζυγίζει 74 κιλά. 3. (παθ.) παρατάσσομαι σε ζυγούς, στην ίδια οριζόντια ευθεία μαζί με άλλους· (πρβ. στοιχίζω 2): Οι στρατιώτες πρέπει να είναι στοιχημένοι και ζυγισμένοι. (ως γυμναστικό παράγγελμα): Zυγιστείτε. 4. (μτφ.) μετρώ το ηθικό βάρος ή τη σημασία πράγματος· ζυγιάζω, μετρώ, σταθμίζω. α. υπολογίζω την ηθική αξία πράγματος: H αξία ενός σκοπού ζυγίζεται με μέτρα ηθικά. β. υπολογίζω τα επακόλουθα, τα υπέρ και τα κατά μιας ενέργειας, λόγου, κατάστασης κτλ.: Mιλούσε αργά, ζυγίζοντας μια μια την κάθε του λέξη.

[μσν. ζυγίζω < αρχ. ζυγ(ός) -ίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
ζυγίζω.
  • α) Ζυγίζω:
    • σαν τα εχώνευσαν, τα εζύγισαν (ενν. τα κομμάτια του χρυσού) (Δωρ. Μον. (Βαλ.) 42
  • β) (μεταφ.) υπολογίζω (με ορισμένα δεδομένα):
    • του ’πε για τον πόλεμον … και του ζύγισε ετότες κάθα πράμα (Τζάνε, Κρ. πόλ. 46315).

[<ουσ. ζυγός + κατάλ. ίζω. Η λ. στη Σούδα με διαφορ. σημασ. (L‑S), σε έγγρ. (13. αι., LBG) και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
ζύγιν το· ζύγι· ζυγίν· ζυγίον.
  • 1) Ζυγαριά:
    • κρατεί στην χέραν της … το ζύγιν (Βεν. 44).
  • 2) Ζύγιασμα, ζύγι:
    • άδικον ζύγιν (Ασσίζ. 2323).
  • 3) Μέτρα βάρους, σταθμά:
    • Το ιε´, τα ζυγία τους Γενουβήσους και τα μέτρη τους (Μαχ. 13810).

[<μτγν. ουσ. ζύγιον· βλ. και Lampe. Ο τ. ι στο Meursius και σήμ. Η λ. και ο τ. ζυγίν στο LBG]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζύγιση η [zíjisi] Ο33 : η ενέργεια του ζυγίζω· ο υπολογισμός του βάρους.

[λόγ. ζυγι- (ζυγίζω) -σις > -ση]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζύγισμα το [zíjizma] Ο49 : η ενέργεια του ζυγίζω· η μέτρηση του βάρους ενός σώματος με ζυγαριά· (πρβ. ζύγιασμα): Δίνω τις αποσκευές για ~.

[ζυγισ- (ζυγίζω) -μα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζυγιστής ο [zijistís] Ο7 : αυτός που ζυγίζει.

[λόγ. ζυγισ- (ζυγίζω) -τής]

[Λεξικό Κριαρά]
Ζυγοί οι· Ζικχοί· Ζύχοι.
  • Ονομασία λαού των παραλίων της Μαύρης Θάλασσας:
    • ερόγεψε φουσσάτα, … Ζυγούς γαρ και Βουργάρους (Χρον. Μορ. P 1215).

[μτγν. εθν. Ζυγοί]

[Λεξικό Κριαρά]
ζυγόλουρον το.
  • Λουρίδα από δέρμα που δενόταν στο ρυμό της άμαξας ή του αρότρου:
    • ζυγόλουρον εις τον σφόνδυλόν του (Σπανός A 20).

[<αρχ. ουσ. ζυγόλωρον. Η λ. το 14. αι. (LBG, λ. λωρον) και σήμ. ιδιωμ. (ο, Δημ., λ. λούρι)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζυγός ο [ziγós] Ο17 : Iα. συσκευή με την οποία μετρούν το βάρος ενός σώματος· ζυγαριά: Είδη ζυγών: πλάστιγγα, παλάντζα, καντάρι, στατήρας, γεφυροπλάστιγγα κτλ. Aυτόματος / ευαίσθητος / φαρμακευτικός ~. ~ ακριβείας. β. (μτφ.) ως σύμβολο της Δικαιοσύνης: Ο ~ της Δικαιοσύνης / της Θέμιδας. II. Zυγός: 1. (αστρον.) αστερισμός του νότιου ημισφαιρίου. 2. (αστρολ.) α. το έβδομο από τα δώδεκα μέρη στα οποία διαιρείται ο ζωδιακός κύκλος και το αντίστοιχο χρονικό διάστημα από 23 Σεπτεμβρίου ως 23 Οκτωβρίου: Γεννήθηκε στο Zυγό. || το σύμβολο του παραπάνω ζωδίου. β. για πρόσωπο που γεννήθηκε στο Zυγό: Οι Zυγοί, λένε οι αστρολόγοι, ταιριάζουν με τους Διδύμους. IIIα. κατασκευή (συνήθ. ξύλινη) την οποία προσαρμόζουν στον τράχηλο ζώων (βοδιών κτλ.) για να τα ζεύξουν (στο άροτρο). β. (μτφ.) για κατάσταση καταπιεστικής εξάρτησης, υποταγής: Ο ~ της δουλείας / της σκλαβιάς. Οι Έλληνες έζησαν τετρακόσια χρόνια κάτω από τον τουρκικό ζυγό. «Tου Έλληνος ο τράχηλος* ζυγόν δεν υποφέρει». || Ο ~ του γάμου. IV. σειρά στρατιωτών ή γυμναζομένων, που είναι παραταγμένοι ο ένας δίπλα στον άλλο στην ίδια ευθεία: ~ τεσσάρων ανδρών. (ως παράγγελμα): Tους ζυγούς λύσατε / αραιώσατε. ΦΡ εφ΄ ενός ζυγού, ο ένας πίσω από τον άλλον. V. (αθλ., πληθ.) όργανο γυμναστικής και το αντίστοιχο άθλημα: Παράλληλοι ζυγοί.

[III: αρχ. ζυγός· I, IV: λόγ. < αρχ. ζυγός· II: λόγ. < ελνστ. ζυγός· V: λόγ. σημ.]

[Λεξικό Κριαρά]
ζυγός ο.
  • 1) Το ξύλο που τοποθετείται στο ρυμό του αρότρου, ζυγός:
    • (Ροδολ. Β´ 334).
  • 2) (Μεταφ.) (προκ. για δέσμευση, υποταγή, δουλεία, εξουσία):
    • (Λίβ. (Lamb.) N 243).
  • 3) (Προκ. για ζώα) ζευγάρωμα:
    • (Κυπρ. ερωτ. 14218).
  • 4) Ζυγαριά·
    • (εδώ μεταφ. προκ. για την κρίση του Θεού):
      • Δίκαιος όντως ο κριτής, ζυγός δικαιοσύνης (Γλυκά, Στ. 478).
  • 5) Οροσειρά:
    • ο ζυγός των Μελιγών ένι γαρ δρόγγος μέγας (Χρον. Μορ. H 2993).
  • 6) Αστερισμός του ζωδιακού κύκλου:
    • ο Ζυγός με τον Σκορπίον (Θησ. Θ´ [316]).
  • 7) Σειρά οπλιτών:
    • (Ερμον. Ε 320).

[αρχ. ουσ. ζυγός. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   1... 49 50 [51] 52 53 ...69   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες