Παράλληλη αναζήτηση
| 688 εγγραφές [341 - 350] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ζητώ· αζητώ· εζητώ.
-
- Α´ Μτβ.
- 1)
- α) Ζητώ:
- (Ερωτόκρ. Δ´ 956)·
- β) (με σύστ. αντικ.):
- (Καλλίμ. 1182)·
- γ) ζητώ κάπ. (κοπέλα) σε γάμο:
- Τούτος … δίχως προυκιά ζητά τη (Πανώρ. Ε´ 235).
- α) Ζητώ:
- 2) Απαιτώ, επιβάλλω:
- το δίκιο το ζητά να κείτομαι κοντά σου (Πανώρ. Β´ 188).
- 3)
- α) Ζητώ να μάθω, ρωτώ:
- (Βίος Αλ. 2430)·
- β) ψάχνω, γυρεύω, αναζητώ:
- (Διγ. O 775).
- α) Ζητώ να μάθω, ρωτώ:
- 4) Αποζητώ· επιθυμώ:
- τη μοναξά ζητάς (Ερωτόκρ. Α´ 791)·
- φρ. πάγω ζητώντα = επιδιώκω, προκαλώ κ.:
- (Κυπρ. ερωτ. 84).
- 1)
- Β´ Αμτβ.
- 1) Ζητώ δανεικά, δανείζομαι:
- να ζητήξει ανήρ από τον σύντροφό του (Πεντ. Έξ. XXII 13).
- 2) Ζητώ ελεημοσύνη, ζητιανεύω:
- μη ζητείς ώσπερ πένης (Γεωργηλ., Βελ. Λ 717· Ιστ. πατρ. 1152).
- 1) Ζητώ δανεικά, δανείζομαι:
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = ποθητός, επιθυμητός:
- Ω νιότη πολυζήλευτη και ζητημένοι χρόνοι (Ch. pop. 473).
[αρχ. ζητέω. Η λ. και σήμ.]
- Α´ Μτβ.
- ζητωκραυγάζω [zitokravγázo] Ρ2.1α : φωνάζω δυνατά για να εκδηλώσω επιδοκιμασία, ενθουσιασμό κτλ.: Tο πλήθος ζητωκραύγαζε στις κερκίδες. Οι διαδηλωτές διέσχιζαν τους δρόμους ζητωκραυγάζοντας. Πλήθος κόσμου ζητωκραύγαζε τους ελευθερωτές.
[λόγ. ζητωκραυγ(ή) -άζω κατά το σχ.: κραυγή - κραυγάζω]
- ζητωκραυγή η [zitokravjí] Ο29 (συνήθ. πληθ.) : ζωηρή εκδήλωση ενθουσιασμού με φωνές επιδοκιμασίας, θαυμασμού κτλ.: Tο πλήθος ξέσπασε σε ζητωκραυγές.
[λόγ. ζήτω + κραυγή, σφαλερή δημιουργία κατά το κατακραυγή]
- ζιβάγκο το [ziváŋgo] Ο (άκλ.) : είδος γυριστού γιακά που περιβάλλει το λαιμό: H μόδα του ~ πέρασε. || (ως επίθ.) για ένδυμα με τέτοιο γιακά: Γιακάς ~. Mπλούζα ~.
[αγγλ. Zhivago (τίτλος κινηματογραφικού έργου, όπου ο ήρωας φορούσε τέτοιο πουλόβερ) < ρωσ. επών. Zhivago (ήρωας ομώνυμου μυθιστορήματος του Πάστερνακ)]
- ζιβύνη η.
-
- Σιδερένιο ακόντιο:
- τόξον και ζιβύνην κρατήσουσιν (Δούκ. 3417).
[μτγν. ουσ. ζιβύνη]
- Σιδερένιο ακόντιο:
- ζιγανάρης, επίθ.· αζιγανάρης.
-
- Που χρησιμοποιεί δόλους, που εξαπατά:
- άδικος, κλέπτης … και αζιγανάρης (Σαχλ., Αφήγ. 331).
[<ζιγανεύω + κατάλ. ‑άρης]
- Που χρησιμοποιεί δόλους, που εξαπατά:
- ζιγανεύ(γ)ω· αζιγανεύ(γ)ω.
-
- Εξαπατώ:
- ο ζαριστής ορέγεται πάντα να ζιγανεύγει (Σαχλ. A´ PM 126).
[<βεν. zinganar - (in)cinganar (Αλεξίου Στ., Ερωτόκρ., σ. 470). Η λ. και ο τ. και σήμ. κρητ. (Πιτυκ., λ. αζ‑)]
- Εξαπατώ:
- ζιγανιά η· αζιγανιά.
-
- α) Δόλος, απάτη:
- εβάλθηκαν να βρούσι την Σωσάνναν …, με ζιγανιά το βάναν (Δεφ., Σωσ. 88)·
- β) απάτη, αδικία:
- να μη γίνει αζιγανιά και λάθος σε κιανένα (Ερωτόκρ. Β´ 1278).
[<ζιγανεύω + κατάλ. ‑ιά. Η λ. και ο τ. και σήμ. κρητ. (Πιτυκ., λ. αζ‑)]
- α) Δόλος, απάτη:
- ζιγγίβερι το· ζίγγιβερ· ζινζίβεριν· ζιντζίβερ· ζιτζίβερ· ζιτζίβερι.
-
- Φυτό που η ρίζα του χρησιμοποιείται στην ιατρική:
- ζιντζίβερ και θείον καθαρόν (Ιερακοσ. 43610).
[μτγν. ουσ. ζιγγίβερι· βλ. και LBG, λ. ζιγγίβερ]
- Φυτό που η ρίζα του χρησιμοποιείται στην ιατρική:
- ζιγγίβερις η· ζιτζίβερις.
-
- Φυτό που η ρίζα του χρησιμοποιείται στην ιατρική:
- (Ιερακοσ. 38628).
[μτγν. ουσ. ζιγγίβερις]
- Φυτό που η ρίζα του χρησιμοποιείται στην ιατρική:



