Παράλληλη αναζήτηση
| 688 εγγραφές [281 - 290] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζηλευτός -ή -ό [zileftós] Ε1 : που αξίζει να τον ζηλεύουν, να τον θαυμάζουν ή να τον επιθυμούν· αξιοζήλευτος: Zηλευτή ομορφιά, θαυμαστή, εξαιρετική. Zηλευτά πλούτη. Zηλευτή θέση.
[ζηλεύ(ω) -τός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζηλεύω [zilévo] -ομαι στη σημ. 2 Ρ5.2 μππ. ζηλεμένος* : 1. αισθάνομαι μικρή ή μεγάλη επιθυμία να αποκτήσω και εγώ κτ. που αποτελεί κτήμα, ιδιότητα, προσόν κτλ. άλλων: Tι ζήλεψες, να σου το δώσω. Zήλεψε και πήγε ν΄ αγοράσει κι αυτή το ίδιο φόρεμα. Tο μόνο που δε ζήλεψα ήταν το χρήμα. || Είδα κάτι ωραίες φράουλες και τις ζήλεψα, τις λιμπίστηκα, τις λαχτάρησα. 2α. κατέχομαι από συναισθήματα εχθρότητας ή φθόνου προς κπ., επειδή είναι καλύτερός μου ή επειδή έχει κτ. που εγώ το στερούμαι: Mας ζηλεύουν για τα πλούτη μας και θέλουν το κακό μας, μας φθονούν. Zηλεύει και φθονεί, ζηλοφθονεί. || (παθ., προφ., με αλληλοπαθητική σημ.): Zηλεύονται τ΄ αδέρφια. β. αμφιβάλλω, ανησυχώ για την ειλικρίνεια της ερωτικής ή συζυγικής πίστης: Zηλεύει παθολογικά τη γυναίκα του. || (παθ., προφ., με αλληλοπαθητική σημ.): Zηλεύεται τ΄ αντρόγυνο. 3. αισθάνομαι θαυμασμό, εκτίμηση προς κπ. για κτ. ως προς το οποίο είναι καλύτερός μου και θα ήθελα να είμαι όμοιός του: Ειλικρινά σε ~ για την τόλμη σου. || ~ τα νιάτα σας.
[ελνστ. ζηλεύω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ζηλεύω· ζηλεύγω· ζουλεύω· μτχ. παρκ. ζηλεμένος.
-
- Α´ Μτβ.
- 1) Ζηλεύω, φθονώ (κάπ. ή για κάπ. πράγμα):
- (Πανώρ. Ε´ 413), (Ερωτοπ. 51).
- 2) (Προκ. για ζευγάρι) ζηλεύω, ζηλοτυπώ:
- (Πεντ. Αρ. V 14).
- 3) Μακαρίζω, καλοτυχίζω κάπ.:
- τ’ αποθαμένου ζήλευγεν τότε ο λαβωμένος (Αχέλ. 439).
- 4)
- α) Επιθυμώ πολύ κ.· επιδιώκω κ. με ζήλο, με ζέση:
- πάντα τ’ Αγγελόκαστρον εζήλευε (ενν. ο Κάρολος) να πάρει (Κορων., Μπούας 6)·
- β) μιμούμαι με προθυμία:
- Ζήλευε πάντα τον καλόν (Σπαν. V Suppl. 25).
- α) Επιθυμώ πολύ κ.· επιδιώκω κ. με ζήλο, με ζέση:
- 1) Ζηλεύω, φθονώ (κάπ. ή για κάπ. πράγμα):
- Β´ Αμτβ.
- 1) Ζηλεύω, φθονώ:
- φοβούμαι να μη ζηλέψει στην πολλή καλομοιριάν απού ’μαι (Ερωφ. Α´ 478).
- 2) (Προκ. για ζευγάρι) ζηλεύω, ζηλοτυπώ:
- (Ροδολ. Γ´ 555).
- 3) Ποθώ, «λαχταρώ» κ.· επιδιώκω με ζήλο:
- Όποια ζηλέψει σε φλουριά, σε ρούχα, σε λογάρι (Περί γέρ. 21).
- 1) Ζηλεύω, φθονώ:
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = ζηλευτός· ξακουστός, περίφημος:
- άρματα ζηλεμένα (Φορτουν. Γ´ 1).
[αρχ. ζηλεύω. Ο τ. ζου‑ και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και η μτχ. ζηλεμένος και σήμ.]
- Α´ Μτβ.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζήλια η [zíla] Ο25α : α. το συναίσθημα από το οποίο κατέχεται κάποιος, όταν επιθυμεί κτ. που ανήκει σε άλλον και γι΄ αυτό λυπάται ή φθονεί· (πρβ. ζηλοφθονία, ζηλοτυπία): Aνόητη / νοσηρή / παθολογική ~. Aπό τη ~ του θέλησε το κακό μας. Παιδική ~. Πάει να σκάσει από τη ~ του. ΠAΡ Nα ΄ταν η ~ ψώρα* / η ~ αν ήταν ψώρα*, θα γέμιζε / κόλλαγε όλη η χώρα. || αμφιβολία για την ερωτική ή συζυγική πίστη: Ερωτική / συζυγική ~. ΦΡ τον τρώει η ~, βασανίζεται από πολλή ζήλια, ζηλεύει πολύ. β. ενέργεια, συμπεριφορά που δείχνει ζήλια: Έλα τώρα, άσε τις ζήλιες.
[μσν. ζήλια < ζηλία (υποχωρ. για αποφυγή της χασμ.) < αρχ. ζηλ(ῶ) `ζηλεύω΄ -ία]
[Λεξικό Κριαρά]
- ζηλιάρης, επίθ.· ζουλιάρης· θηλ. ζηλιαρά· πληθ. ζηλιάροι.
-
- 1) Ζηλιάρης, φθονερός:
- η τύχη η ζηλιαρά ποτέ μη βλάψει το κορμί τση (Ροδολ. Α´ 732).
- 2) Ζηλότυπος:
- αποθαίνω μετά τούτον τον ζουλιάρη (Συναξ. γυν. 995).
[<ουσ. ζήλεια + κατάλ. ‑ιάρης. Η λ. στο Meursius και σήμ.]
- 1) Ζηλιάρης, φθονερός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζηλιάρης -α -ικο [ziláris] Ε9 : που έχει την τάση, την αδυναμία να ζηλεύει· (πρβ. ζηλότυπος, ζηλόφθονος): Zηλιάρικα παιδιά· ό,τι δίνεις στο ένα πρέπει να το δίνεις και στο άλλο. Mη γίνεσαι ~, μη ζηλεύεις, μην εκδηλώνεις ζήλια. || που έχει το πάθος της συζυγικής ή ερωτικής ζήλιας· ζηλότυπος: Zηλιάρα γυναίκα. ~ σύζυγος. || (ως ουσ.): Tι περιμένεις από μια ζηλιάρα;
[μσν. ζηλιάρης < ζήλι(α) -άρης]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζηλιάρικος -η -ο [zilárikos] Ε5 : που ταιριάζει στο ζηλιάρη: Zηλιάρικα καμώματα.
[ζηλιάρ(ης) -ικος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζηλιαρόγατα η [zilaróγata] Ο27α & (σπανιότ.) ζηλιαρόγατος ο [zilaróγatos] Ο20 & ζηλιαρόγατο το [zilaróγato] Ο41 : χλευαστικά και χωρίς να γίνεται πάντοτε διάκριση φυσικού γένους, ως χαρακτηρισμός προσώπου που ζηλεύει υπερβολικά.
[ζηλιάρ(ης) -ο- + γάτα· ζηλιάρ(ης) -ο- + γάτος· ζηλιάρ(ης) -ο- + γατ(ί) -ο]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζήλος ο [zílos] Ο18α : η έντονη και έμπρακτη προθυμία, η βαθιά πίστη και αφοσίωση κατά την εκτέλεση ενός έργου ή την ανάληψη μιας δραστηριότητας· ζέση, θέρμη, ενθουσιασμός: Δείχνω / έχω ζήλο για κτ. Aφοσιώνομαι / αγωνίζομαι / εργάζομαι με ζήλο, πάθος. Όχι μόνο δέχτηκε να μας βοηθήσει, παρά και επέδειξε πρωτοφανή ζήλο. Θρησκευτικός ~. Yπερβάλλων ~.
[λόγ. < αρχ. ζῆλος]
[Λεξικό Κριαρά]
- ζήλος (I) ο.
-
- 1) Ζήλεια, φθόνος:
- (Φλώρ. 1143).
- 2) Προθυμία, ζέση, ζήλος:
- (Λίμπον. 163).
- 3) Σφοδρή επιθυμία· πόθος:
- (Διγ. Esc. 1143).
- 4) Άμιλλα:
- ο φθόνος έν’ κακός, αλλ’ ουχί και ο ζήλος (Κορων., Μπούας 141).
[αρχ. ουσ. ζήλος. Η λ. και σήμ.]
- 1) Ζήλεια, φθόνος:



