Παράλληλη αναζήτηση
| 7.305 εγγραφές [7151 - 7160] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εφημεριδοπώλης ο [efimeriδopólis] Ο10 θηλ. εφημεριδοπώλισσα [efimeriδopólisa] Ο27 : αυτός που πουλάει εφημερίδες σε κλειστό ή σε υπαίθριο χώρο (σε πάγκο) και παλαιότερα αυτός που, κρατώντας στα χέρια τις εφημερίδες, τις πουλούσε στο δρόμο (φωνάζοντας τους τίτλους των κυριότερων ειδήσεων) ή τις μοίραζε στα σπίτια.
[λόγ. εφημεριδ- (δες εφημερίδα) -ο- + -πώλης· εφημεριδοπώλ(ης) -ισσα]
- εφημεριδοφάγος ο [efimeriδofáγos] Ο18 θηλ. εφημεριδοφάγος [efimeriδofáγos] Ο35 : πειραχτικός χαρακτηρισμός ανθρώπου που διαβάζει καθημερινά όλη την ύλη των εφημερίδων, που είναι μανιώδης αναγνώστης εφημερίδων.
[λόγ. εφημεριδ- (δες εφημερίδα) -ο- + -φάγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- εφημερίζω.
-
- (Εκκλ.) είμαι εφημέριος:
- έχουν και κληρικούς και εφημερίζουν (Καλούδ., Προσκυν. ριθ´).
[<εφημερεύω αναλογ. με ρ. σε ‑ίζω]
- (Εκκλ.) είμαι εφημέριος:
- εφημέριος ο [efimérios] Ο20α : ιερέας που υπηρετεί σε ενοριακό ναό.
[λόγ. < ελνστ. ἐφημέριος ουσιαστικοπ. αρσ. του αρχ. επιθ. ἐφημέριος `που διαρκεί μία ημέρα΄ κατά τη σημ. της ελνστ. λ. ἐφημερία]
- εφημέριος, επίθ.
-
- Καθημερινός:
- (Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 36).
- Το αρσ. ως ουσ. = (εκκλ.)
- α) εφημέριος:
- (Λίμπον. Επίλ. 10)·
- β) επόπτης:
- (Βλαστού, Επιστ. 17715).
- α) εφημέριος:
[αρχ. επίθ. εφημέριος. Το αρσ. ως ουσ. και σήμ.]
- Καθημερινός:
- εφήμερος, επίθ.
-
- Καθημερινός:
- εφήμερον τροφήν (Φυσιολ. (Zur.) XXVIII 310).
[αρχ. επίθ. εφήμερος. Η λ. και σήμ.]
- Καθημερινός:
- εφήμερος -η -ο [efímeros] Ε5 : 1.για έντομο ή για φυτό που η ζωή του διαρκεί μία μέρα και με επέκταση, λίγες ώρες έως λίγες μέρες. || (ως ουσ.) το εφήμερο. 2α. (μτφ., με υπ. αφηρ. ουσ.) που, εξαιτίας της φύσης του ή του χαρακτήρα του, δεν μπορεί να διαρκέσει πολύ (για να δηλώσουμε τη ματαιότητα των προσκαίρων): H ζωή είναι εφήμερη, δεν είναι αιώνια. H δόξα περνάει, είναι εφήμερη. Mη ζητάς εφήμερες χαρές. Εφήμεροι έρωτες. β. (ως ουσ.) β1. το εφήμερο, η ιδιότητα του εφήμερου: Tο εφήμερο των απολαύσεων. β2. τα εφήμερα, εφήμερες απολαύσεις, χαρές: Mη θυσιάζεις τα αιώνια για τα εφήμερα.
εφήμερα ΕΠIΡΡ. [λόγ.: 2: αρχ. ἐφήμερος· 1: νλατ. ephemeron (στη νέα σημ.) < αρχ. ἐφήμερον `ένα έντομο που ζει μία μέρα΄]
- εφήμη η,
- βλ. φήμη.
- εφησυχάζω [efisixázo] Ρ2.1α μππ. εφησυχασμένος : δεν ανησυχώ για την ενδεχόμενη κακή εξέλιξη μιας υπόθεσης, με συνέπεια να παραμένω αδρανής αντί να δραστηριοποιούμαι, για να προλάβω ή για να αντιμετωπίσω κτ. δυσάρεστο: Bασίστηκαν στις διαβεβαιώσεις του και εφησύχασαν, ενώ θα έπρεπε να είχαν λάβει εγκαίρως τα μέτρα τους. Ο εφησυχασμένος πολίτης δεν είναι καλός πολίτης. || κάνω κπ. να εφησυχάσει.
[λόγ. < ελνστ. ἐφησυχάζω `παραμένω ήσυχος΄]
- εφησύχαση η [efisíxasi] Ο33 : η ψυχική κατάσταση στην οποία βρίσκεται αυτός που εφησυχάζει, η έλλειψη ανησυχίας· εφησυχασμός.
[λόγ. < μσν. εφησύχασις `αποσιώπηση΄ < εφησυχα- (εφησυχάζω) -σις > -ση κατά τη σημ. της λ. εφησυχάζω]



