Combined Search
| 7,305 items total [7141 - 7150] | << First < Previous Next > Last >> |
- εφηλίδα η [efilíδa] Ο26 : (ιατρ.) φακίδα.
[λόγ. εν. < αρχ. ἐφηλίδες (πληθ.)]
- εφημερεύω [efimerévo] Ρ5.1α : παρέχω υπηρεσία ολόκληρη την ημέρα ή ολόκληρο το εικοσιτετράωρο: Ο γιατρός εφημερεύει, εργάζεται πέρα από το κανονικό ωράριο, εκ περιτροπής με άλλους γιατρούς, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η συνεχής λειτουργία του νοσοκομείου. Tο νοσοκομείο εφημερεύει, δέχεται έκτακτα περιστατικά ημέρα και νύχτα.
[λόγ. < ελνστ. ἐφημερεύω `ασκώ υπηρεσία (συνήθ. στρατ.) την ημέρα΄]
- εφημερεύω· ’φημερεύγω.
-
- (Εκκλ.) είμαι εφημέριος:
- Παπα-Αντώνη τονε λεν αυτόν που ’φημερεύγει (Διήγ. ωραιότ. 569).
[μτγν. εφημερεύω. Η λ. και σήμ.]
- (Εκκλ.) είμαι εφημέριος:
- εφημερεύων -ουσα -ον [efimerévon] Ε12 : που εφημερεύει: ~ γιατρός. Εφημερεύον νοσοκομείο.
[λόγ. < ελνστ. ἐφημερεύων `που έχει σειρά για υπηρεσία΄ μεε. του ἐφημερεύω]
- εφημερία η [efimería] Ο25 : 1α.(για γιατρό ή νοσηλευτή) υπηρεσία ορισμένων ωρών, εκτός από εκείνες που προβλέπει το κανονικό ωράριο: Ο γιατρός έχει ~. Kάνει πέντε εφημερίες το μήνα, πέντε ημέρες εφημερίας. β. (για νοσηλευτικό ίδρυμα) συνεχής λειτουργία, για την αντιμετώπιση έκτακτων περιστατικών. 2. χρόνος υπηρεσίας ενός κληρικού στο ναό, που διαρκεί συνήθ. μία εβδομάδα.
[λόγ. < ελνστ. ἐφημερία `ημερήσια υπηρεσία των ιερέων στο ναό΄]
- εφημεριακός -ή -ό [efimeriakós] Ε1 : που έχει σχέση με τον εφημέριο: ~ κλήρος.
[λόγ. εφημέρι(ος) -ακός]
- εφημερίδα η [efimeríδa] Ο26 : έντυπο, συνήθ. ημερήσιο, σχετικά μεγάλου σχήματος, με τέσσερις τουλάχιστον σελίδες, που περιλαμβάνει ειδήσεις, σχόλια και άλλη επίκαιρη ή ποικίλη ύλη καθώς και πληρωμένες καταχωρίσεις, όπως αγγελίες, διαφημίσεις κτλ.: Kαθημερινή / εβδομαδιαία / πρωινή / απογευματινή / επαρχιακή / αθηναϊκή / πολιτική / οικονομική / αθλητική ~. Aνεξάρτητη / κομματική / έγκυρη / σοβαρή / λαϊκή ~. Ειδησεογραφικές στήλες / κύριο άρθρο / σχόλια / επιφυλλίδα / χρονογράφημα εφημερίδας. ~ με μεγάλη κυκλοφορία / με πλούσια ύλη. Iδρυτής / εκδότης / διευθυντής / αρχισυντάκτης / συντάκτης / δημοσιογράφος / ανταποκριτής / ειδικός απεσταλμένος μιας εφημερίδας. Mια ~ εκδίδεται / αναστέλλει την έκδοσή της. ~ μεγάλου σχήματος. ~ μικρού σχήματος, ταμπλόιντ. H ~ δημοσιεύει / γράφει. Tι λέει σήμερα η ~; Tι διάβασες στην ~; H γλώσσα των εφημερίδων, λόγος απλός και σωστός που μπορεί να γίνει κατανοητός από το μέσο αναγνώστη. (έκφρ.) θα μας γράψουν οι εφημερίδες, θα εκτεθούμε, το πρόβλημά μας θα δημοσιοποιηθεί, θα κοινολογηθεί. || Εφημερίδα της Kυβερνήσεως, εφημερίδα του κράτους, που τυπώνεται στο Εθνικό Tυπογραφείο και στην οποία δημοσιεύονται νόμοι, διατάγματα και υπουργικές αποφάσεις: H ισχύς του νόμου αρχίζει από την ημέρα που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Kυβερνήσεως. || επιχείρηση που εκδίδει εφημερίδα: Δουλεύει σε ~.
[λόγ. < ελνστ. ἐφημερίς, αιτ. -ίδα `στρατιωτικό ημερολόγιο, λογιστικό βιβλίο΄ σημδ. γαλλ. journal]
- εφημερίδα η.
-
- (Εδώ) αστρονομικό έντυπο με τις κινήσεις των πλανητών:
- να σπουδάξεις … να έχομεν τες εφημερίδας του Αριόλου (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. Παράρτ. 1613).
[μτγν. ουσ. εφημερίς. Η λ. και σήμ.]
- (Εδώ) αστρονομικό έντυπο με τις κινήσεις των πλανητών:
- εφημεριδογραφία η [efimeriδoγrafía] Ο25 : (παρωχ.) δημοσιογραφία σε εφημερίδα.
[λόγ. εφημεριδογράφ(ος) -ία]
- εφημεριδογράφος ο [efimeriδoγráfos] Ο18 : (παρωχ.) δημοσιογράφος εφημερίδας.
[λόγ. εφημεριδ- (δες εφημερίδα) -ο- + -γράφος]



