Παράλληλη αναζήτηση
7.305 εγγραφές [101 - 110] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εβρόπουλον το,
- βλ. εβραιόπουλον.
- έγγαμος -η -ο [éŋγamos] Ε5 : (λόγ.) 1. για πρόσωπο που συνδέεται (με άλλο του άλλου φύλου) με σχέση γάμου· παντρεμένος, νυμφευμένος. ANT άγαμος: ~ άντρας. Έγγαμη γυναίκα. Οι έγγαμοι υπάλληλοι λαμβάνουν ειδικό επίδομα. || (ως ουσ.). 2. που αναφέρεται σε έγγαμο πρόσωπο: ~ βίος. Έγγαμη ζωή. Έγγαμη σχέση, σχέση γάμου.
[λόγ. < ελνστ. ἔγγαμος]
- εγγαρ‑,
- βλ. αγγαρ‑.
- εγγαστρία η.
-
- Σύλληψη (τέκνου), εγκυμοσύνη:
- να σμίξει με την γυναίκα του να σκεπασθεί η εγγαστρία (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 127v).
[<εγγαστρόω + κατάλ. ‑ία. Τ. γκαστριά, κ.ά. σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, λ. ’γγαστριά)]
- Σύλληψη (τέκνου), εγκυμοσύνη:
- εγγαστριμυθία η [eŋγastrimiθía] Ο25 : η ικανότητα και η τεχνική του εγγαστρίμυθου.
[λόγ. εγγαστρίμυθ(ος) -ία]
- εγγαστρίμυθος, επίθ.
-
- Που προφητεύει με αυθυποβολή:
- εγγαστρίμυθοι, μάλλον αρνιομάντεις (Βίος Αλ. 188).
[αρχ. επίθ. εγγαστρίμυθος. Η λ. και σήμ.]
- Που προφητεύει με αυθυποβολή:
- εγγαστρίμυθος -η -ο [eŋγastrímiθos] Ε5 : που μπορεί να μιλά χωρίς να κινεί τα χείλη του και που δίνει την εντύπωση ότι η φωνή του προέρχεται από κάπου αλλού και όχι από αυτόν τον ίδιο. || (ως ουσ.).
[λόγ. < αρχ. ἐγγαστρίμυθος `που προφητεύει με φωνή απ΄ την κοιλιά΄ σημδ. γαλλ. ventriloque]
- εγγάστριον το· γάστρι· εγγάστριν.
-
- 1) Αυτό που βρίσκεται στην κοιλιά, έμβρυο:
- η γυναίκα ουδέν βαστάνει το εγγάστριον ειμή μήνας θ´ (Ελλην. νόμ. 58225‑6).
- 2) Κυοφορία, εγκυμοσύνη:
- (Ελλην. νόμ. 52614)·
- προς τη γεναίκα είπεν: «Πληθυμό να πληθύνω τις πείραξές σου και το γάστρι σου» (Πεντ. Γέν. III 16).
[ουδ. του επιθ. εγγάστριος (4. αι., L‑S) ως ουσ. Ο τ. γάστρι και τ. γκάστρι στο Somav. (λ. γάστρι και εγγάστρι) και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, λ. ’γγάστρι). Τ. ‑ι στο Βλάχ. Η λ. στο L‑S Suppl. (λ. ‑ιος)]
- 1) Αυτό που βρίσκεται στην κοιλιά, έμβρυο:
- εγγαστρώνω· αγγαστρώνω· γαστρώνω· γκαστρώνω.
-
- I. (Ενεργ.) καθιστώ κάπ. έγκυο:
- λέγουν της … διατί δεν σ’ εγγαστρώνουν (Σαχλ., Αφήγ. 783).
- II. (Μέσ.) (επί γυναικών και θηλυκών ζώων) καθίσταμαι έγκυος:
- (Ασσίζ. 14718)·
- εγγαστρώθην (ενν. η Εύα) και εγέννησεν τον Κάιν (Πεντ. Γέν. IV 1)·
- εις την ώρα οπού εγγαστρώνεντον το ποίμινιο (Πεντ. Γέν. XXXI 10).
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = έγκυος:
- βαπτίζονται και γυναίκες εγγαστρωμένες (Βακτ. αρχιερ. 139)·
- (μεταφ.):
- αν έν ο κόσμος γκαστρωμένος και τυπώνει πράγματα (Σουμμ., Παστ. φίδ. Χορ. α´ [19]).
[παλαιότ. εγγαστρόω (6. αι.). Οι τ. αγγ‑ και γαστρ‑ και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, λ. ’γγαστρ‑). Ο τ. γκαστρ‑ και σήμ. Η λ. στο LBG και το Βλάχ.]
- I. (Ενεργ.) καθιστώ κάπ. έγκυο:
- εγγεγραμμένος -η -ο [enjeγraménos] Ε3 μππ. του εγγράφω : 1.για πρόσωπο του οποίου το όνομα είναι γραμμένο σε ορισμένο κατάλογο: Tα εγγεγραμμένα μέλη ενός συλλόγου. Είναι ~ στο μητρώο αρρένων του Δήμου Θεσσαλονίκης. || (ως ουσ.): Ψήφισε το 80% των εγγεγραμμένων στους εκλογικούς καταλόγους. 2. (γεωμ.) για επίπεδο ή στερεό σχήμα που περικλείεται από άλλο, το οποίο ονομάζεται περιγεγραμμένο: Όλες οι κορυφές ενός πολυγώνου εγγεγραμμένου σε κύκλο είναι σημεία της περιφέρειάς του. Ο ~ κύκλος εφάπτεται σε όλες τις πλευρές του περιγεγραμμένου πολυγώνου. Οι κορυφές των εγγεγραμμένων σε σφαίρα σχημάτων είναι σημεία της εσωτερικής επιφάνειάς της. Εγγεγραμμένη γωνία, της οποίας η κορυφή είναι σημείο της περιφέρειας κύκλου και οι πλευρές της χορδές του ίδιου κύκλου.
[λόγ.: 1: αρχ. ἐγγεγραμμένος μππ. του ρ. ἐγγράφω· 2: ελνστ. σημ.]