Παράλληλη αναζήτηση
| 427 εγγραφές [181 - 190] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- έριδα η [ériδa] Ο28 γεν. και έριδος (συνήθ. πληθ.) : (λόγ.) φιλονικία: Πολιτικές / θρησκευτικές / οικογενειακές έριδες. ΦΡ το μήλον της έριδος, η αιτία της φιλονικίας.
[λόγ. < αρχ. ἔρις, αιτ. (στο έπος) ἔριδα]
[Λεξικό Κριαρά]
- εριζικόν το,
- βλ. ριζικόν.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ερίζω [erízo] Ρ2.1α : (λόγ.) φιλονικώ: Πολλές πόλεις ερίζουν για την καταγωγή του Ομήρου.
[λόγ. < αρχ. ἐρίζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ερίζω.
-
- (Μτβ. και αμτβ.) συναγωνίζομαι, «παραβγαίνω» κάπ.:
- (Ερμον. Ζ 139), (Σπαν. (Λάμπρ.) Vα 496).
[αρχ. ερίζω. Η λ. και τ. και σήμ. ιδιωμ.]
- (Μτβ. και αμτβ.) συναγωνίζομαι, «παραβγαίνω» κάπ.:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ερινύα η [erinía] Ο26 : α.Ερινύα, καθεμία από τις γυναικείες θεότητες της ελληνικής μυθολογίας, οι οποίες είχαν ως προορισμό να τιμωρούν εκείνους που παρέβαιναν τους ηθικούς νόμους: Ο Ορέστης καταδιώκεται από τις Ερινύες. Οι Ερινύες ήταν προσωποποίηση των τύψεων της συνείδησης. β. (πληθ.) οι τύψεις: Tον καταδιώκουν οι ερινύες για την πράξη που έκανε.
[λόγ. < αρχ. Ἐρινύς μεταπλ. με βάση τον πληθ. Ἐρινύες]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- έριο το [ério] Ο40 : (λόγ.) το μαλλί ως πρώτη ύλη για την κατασκευή υφασμάτων.
[λόγ. < αρχ. ἔριον]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εριουργία η [eriurjía] Ο25 : κατεργασία του μαλλιού.
[λόγ. < ελνστ. ἐριουργία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εριστικός -ή -ό [eristikós] Ε1 : (για πρόσ.) που αγαπά τις έριδες, τις φιλονικίες: ~ άνθρωπος / τύπος / χαρακτήρας. Είναι από τη φύση του ~· μαλώνει με όλους. || που χαρακτηρίζει τον εριστικό άνθρωπο: Εριστική διάθεση. Εριστικό ύφος.
εριστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἐριστικός]
[Λεξικό Κριαρά]
- έριτα η.
-
- Συναγωνισμός:
- ήθελες ίδει έριταν του κάστρου και του ήλιου (Λίβ. (Lamb.) N 637 χφ)·
- φρ. στέκω εις έριταν = φιλονικώ:
- (Χρον. Τόκκων 3887).
[<ουσ. έρις]
- Συναγωνισμός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ερίτιμος -ος / -η -ο [erítimos] Ε17 : (λόγ.) που αξίζει την εκτίμηση και το σεβασμό, συνήθ. για γυναίκα, όταν αναφερόμαστε σε αυτή: H ~ κυρία / δεσποινίς.
[λόγ. < αρχ. ἐρίτιμος]



