Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Εξακουστός
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
εξάκουστος, επίθ.· αξακουστός· εξακουστός· ’ξάκουστος· ξακουστός.
  • 1) Που ακούγεται καθαρά, ευκρινώς:
    • ήχος εξάκουστος (Διγ. Gr. 1750).
  • 2)
    • α) Φημισμένος, ξακουστός:
      • Τρόγια η ξακουστή (Φορτουν. Ιντ. γ´ 8· Χρον. Μορ. H 5818
    • β) ωραίος, εξαιρετικός:
      • όλους χαρίσματά ’δωκεν εξακουστά, μεγάλα (Φλώρ. 1826).

[μτγν. επίθ. εξάκουστος. Ο τ. ’ξά‑ στο Somav., όπου και τ. αξά‑ (λ. αξακουσμένος). Ο τ. ξα‑ και σήμ. Η λ. και σήμ. ποντ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες