Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: Ενό
67 items total [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
ενοικάτορας ο· εννοικάτορος· ενοικάτορος.
  • 1) (Πιθ.) που κατοικεί κοντά σε κάπ.:
    • (Μαχ. 5104).
  • 2) Ενοικιαστής:
    • ουδέν δύναται να εβγάλει τον ενοικάτορόν του (Ασσίζ. 3235).

[<ουσ. ενοικήτωρ (6. αι., L‑S). Ο τ. ος και σήμ. κυπρ. Τ. νοικάτορας στο Βλάχ. (τω‑) και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
ενοίκι το,
βλ. ενοίκιον.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενοικιάζω [enikiázo] -ομαι Ρ2.1 : (λόγ.) 1. (ενεργ., για πρόσ.) νοικιάζω. α. παραχωρώ σε κπ. τη χρήση ακίνητου ή κινητού πράγματος που μου ανήκει, για ορισμένο χρόνο έναντι χρηματικού ποσού, του ενοικίου· εκμισθώνω. β. αποκτώ το δικαίωμα να χρησιμοποιώ ένα ακίνητο ή κινητό πράγμα, για ορισμένο χρόνο έναντι ενοικίου· μισθώνω. 2. (παθ., για πργ.) προσφέρομαι για χρήση με καταβολή ενοικίου: Ενοικιάζεται διαμέρισμα / γραφείο. Ενοικιαζόμενα δωμάτια. || (ως ουσ., προφ.) τα ενοικιάζεται, οι μικρές αγγελίες για ακίνητα που προσφέρονται για ενοικίαση: Έριξε μια ματιά στα ενοικιάζεται.

[λόγ. < μσν. ενοικιάζω `δίνω για ενοικίαση΄ < ενοίκι(ον) -άζω]

[Λεξικό Κριαρά]
ενοικιάζω· νοικιάζω.
  • 1) Παρέχω με ενοίκιο:
    • είς άνθρωπος ενοικιάζει το σπίτιν του ετέρου ανθρώπου (Ασσίζ. 3231).
  • 2) Παίρνω κ. με ενοίκιο:
    • ουδέ εκείνος να εβγεί οπού ενοικίασεν το σπίτιν έως τον καιρόν τον δηλούμενον (αυτ. 748).

[<ουσ. ενοίκιον + κατάλ. άζω. Ο τ. στο Βλάχ. και σήμ. Η λ. τον 6. αι.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενοικίαση η [enikíasi] Ο33 : η ενέργεια του ενοικιάζω· μίσθωση ή εκμίσθωση· νοίκιασμα: Ενοικιάσεις αυτοκινήτων / διαμερισμάτων / δωματίων.

[λόγ. ενοικια- (ενοικιάζω) -σις > -ση]

[Λεξικό Κριαρά]
ενοικίασμα το.
  • Νοίκιασμα:
    • απού πούλησις ού από αγοράν ού ενοικιάσματα ού αγώγιον (Ασσίζ. 48617).

[<αόρ. του ενοικιάζω + κατάλ. μα. Τ. νοίκιασμα στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
ενοικιασμός.
  • Νοίκιασμα:
    • Περί μισθώσεως και ενοικιασμού (Βακτ. αρχιερ. 170).

[<αόρ. του ενοικιάζω + κατάλ. μός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενοικιαστήριο το [enikiastírio] Ο40 : α.έντυπο με την ένδειξη «ενοικιάζεται» που αναρτάται σε ακίνητα που προσφέρονται για ενοικίαση: Bάζω / κολλώ ~. β. συμβόλαιο ή συμφωνητικό ενοικίασης.

[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. ενοικιαστήριος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενοικιαστήριος -α -ο [enikiastírios] Ε6 : που αναφέρεται στην ενοικίαση: Ενοικιαστήριο συμβόλαιο. || (ως ουσ.) το ενοικιαστήριο*.

[λόγ. ενοικιασ- (ενοικιάζω) -τήριος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενοικιαστής ο [enikiastís] Ο7 θηλ. ενοικιάστρια [enikiástria] Ο27 : αυτός που νοικιάζει κτ. από άλλον· μισθωτής: Ο ~ ενός διαμερίσματος / μιας κατοικίας, νοικάρης. ~ καταστήματος / επιχείρησης. || (παρωχ.) Ενοικιαστές φόρων.

[λόγ. ενοικιασ- (ενοικιάζω) -τής (πρβ. μσν. νοικιαστής με αποβ. του αρχικού άτ. φων.)· λόγ. ενοικιασ(τής) -τρια]

< Previous   [1] 2 3 4 5 ...7   Next >
Go to page:Go