Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ΕΡΕ
29 εγγραφές [21 - 29]
[Λεξικό Κριαρά]
ερετίνη η,
βλ. ρητίνη.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
έρευνα η [érevna] Ο27 : ενέργεια ή σύνολο από ενέργειες, συνήθ. οργανωμένες, που γίνονται με σκοπό να βρεθεί, να ανακαλυφθεί, να ερμηνευθεί κτ.· (πρβ. ψάξιμο): Προσεκτική / εξονυχιστική ~. α. λεπτομερής εξέταση που γίνεται στα πλαίσια ορισμένης διαδικασίας, διοικητικής, δικαστικής κτλ.: Mετά τις καταγγελίες για δωροδοκία ο υπουργός διέταξε να γίνει σχετική ~. H αστυνομία κάνει έρευνες για την ανακάλυψη του δολοφόνου. Kατ΄ οίκον ~, που γίνεται στο σπίτι κάποιου. Σωματική ~. Είναι κτ. υπό ~, ερευνάται ακόμα. β. η προσεκτική μελέτη, η εξέταση θεμάτων ως επιστημονική ή τεχνολογική διαδικασία: ~ των Γραφών / του διαστήματος / της αγοράς. Iστορικές / φιλολογικές έρευνες. Nεότερες έρευνες επιβεβαίωσαν σε γενικές γραμμές τη θεωρία του Δαρβίνου. Γίνονται έρευνες για ανακάλυψη κοιτασμάτων πετρελαίου. H (επιστημονική / τεχνολογική) ~. Στο πανεπιστήμιο δε διδάσκει αλλά ασχολείται αποκλειστικά με την ~. Εφαρμοσμένη ~ ή αναπτυξιακή ~. Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών.

[λόγ. < αρχ. ἔρευνα & σημδ.: α: γαλλ. investigation· β: γαλλ. recherche]

[Λεξικό Κριαρά]
ερεύνησις η.
  • Έρευνα:
    • ερεύνησις του οφφικίου (Διάτ. Κυπρ. 51010).

[<ερευνώ + κατάλ. σις. Η λ. τον 4. αι. (LBG)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ερευνητής ο [erevnitís] Ο7 θηλ. ερευνήτρια [erevnítria] Ο27 : επιστήμονας ή τεχνικός που ασχολείται με την έρευνα.

[λόγ. < ελνστ. ἐρευνητής, ἐρευνήτρια `που ερευνά, που ψάχνει΄ κατά τη νέα σημ. της λ. έρευνα]

[Λεξικό Κριαρά]
ερευνητής ο.
  • Αυτός που ερευνά, εξετάζει· εξεταστής·
    • (εδώ μεταφ., προκ. για τον έρωτα):
      • Έρως, … πάσης ψυχής ερευνητά (Λίβ. Ρ 201).

[μτγν. ουσ. ερευνητής. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ερευνητικός -ή -ό [erevnitikós] Ε1 : α.που έχει σχέση με την έρευνα γενικά: Ερευνητική ματιά. Ερευνητικό βλέμμα. β. που έχει σχέση με την επιστημονική ή με την τεχνολογική έρευνα: Ερευνητικές εργασίες. Ερευνητική γεώτρηση. Ερευνητικό πρόγραμμα. || (ιατρ.): Ερευνητική εγχείρηση / παρακέντηση. ερευνητικά ΕΠIΡΡ: Tον κοίταζε πολύ ώρα ~.

[λόγ.: α: ελνστ. ἐρευνητικός· β: κατά τις νέες σημ. της λ. έρευνα]

[Λεξικό Κριαρά]
ερευνίζω.
  • Ερευνώ, εξετάζω:
    • (Πτωχολ. α 598).

[<αόρ. του ερευνώ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ερευνώ [erevnó] Ρ10.1α -ώμαι Ρ11 : ψάχνω, κάνω έρευνα με σκοπό να βρω, να ανακαλύψω ή να ερμηνεύσω κτ.: ~ προσεκτικά / εξονυχιστικά / σε βάθος ένα θέμα. (έκφρ.) πίστευε* και μη ερεύνα. || (για έρευνα διοικητική, δικαστική κτλ.): Επιτροπή από ειδικούς θα ερευνήσει τα αίτια του ατυχήματος. Λιμενικοί της δίωξης ναρκωτικών ερεύνησαν εξονυχιστικά το πλοίο. || (για επιστημονική έρευνα): Πρώτοι οι αρχαίοι Έλληνες ερεύνησαν τα φυσικά φαινόμενα και αναζήτησαν τις αιτίες τους στην ίδια τη φύση. Aρχαιολογικός χώρος που δεν έχει ερευνηθεί ακόμα.

[λόγ. < αρχ. ἐρευνῶ `αναζητώ, εξετάζω΄ & κατά τις νέες σημ. της λ. έρευνα]

[Λεξικό Κριαρά]
ερευνώ· ’ρευνώ.
  • 1)
    • α) Εξετάζω κάπ. ή κ., μελετώ:
      • τα λόγια οπού έγραψες, όλοι τους τα ’ρευνήσαν (Αλεξ. 744· Διγ. Άνδρ. 40225
    • β) (ιατρ.) εξετάζω:
      • να τον ερευνήσουν έτεροι ιατροί (Ασσίζ. 43728-9).
  • 2) Αναζητώ, ψάχνω:
    • (Δούκ. 3675).
  • 3) Ερευνώ, ζητώ να μάθω:
    • (Διγ. Gr. 2759).
  • 4) Επιτηρώ:
    • Ακρίτη τον καλούσι, γιατί τες άκρες ερευνά (Διγ. O 2138).

[αρχ. ερευνάω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   1 2 [3]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες