Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ΕΡΕ
29 εγγραφές [11 - 20]
[Λεξικό Κριαρά]
ερείκινον το· ερέκινον· ερεκίνον.
  • Το φυτό ερείκη:
    • ερεκίνα λεπτόκλωνα (Φυσιολ. 3419).

[ουδ. του μτγν. επιθ. ερείκινος ως ουσ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ερείπιο το [erípio] Ο40 : 1α.χαρακτηρισμός κτίσματος, ιδίως κτιρίου, που έχει υποστεί πολύ μεγάλες φθορές και βρίσκεται σε πολύ κακή κατάσταση: Ένα αρχοντικό που η ανθρώπινη αδιαφορία το έκανε ~. Πού να κατοικήσεις σ΄ αυτό το ~! || (σπάν.) για οτιδήποτε έχει καταστραφεί τελείως: Tο αυτοκίνητο δε διορθώνεται έτσι που κατάντησε ~. β. (μτφ.) για πρόσωπο που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σωματική, πνευματική ή ψυχική κατάπτωση: Έγινε / κατάντησε ~ από την αρρώστια. Γηροκομείο χρειάζεται αυτό το ~, όχι γάμο. 2. (πληθ.) ό,τι έχει απομείνει από την καταστροφή ενός ή περισσότερων κτισμάτων, ιδίως κτιρίων: Tα ερείπια ενός αρχαίου ναού / τείχους / της αρχαίας Πομπηίας. Aπό τα ερείπια της πολυκατοικίας που γκρεμίστηκε ανασύρθηκαν νεκροί και τραυματίες. Ο βομβαρδισμός μετέβαλε την πόλη σε ερείπια που κάπνιζαν. || (επέκτ.) για πολύ μεγάλες καταστροφές: Ευρώπη: από τα ερείπια του πολέμου στη σύγχρονη ανάπτυξη και ευημερία.

[λόγ. < αρχ. ἐρείπιον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ερειπιώνας ο [eripiónas] Ο2 : (λόγ.) τόπος γεμάτος ερείπια ή σωρός από ερείπια.

[λόγ. < ελνστ. ἐρειπιών, αιτ. -ῶνα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ερειπώνω [eripóno] -ομαι Ρ1 : μεταβάλλω (ένα κτίσμα, ιδίως κτίριο) σε ερείπιο: Mια παλιά σχεδόν ερειπωμένη εκκλησία. || (προφ.) γίνομαι ερείπιο: Ερείπωσε το σπίτι στο χωριό.

[λόγ. < ελνστ. ἐρειπ(ῶ) -ώνω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ερείπωση η [eríposi] Ο33 : (σπάν.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ερειπώνω.

[λόγ. < μσν. ερείπωσις < ερειπω- (δες ερειπώνω) -σις > -ση]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ερεισίνωτο το [erisínoto] Ο41 : η ράχη καθίσματος, το τμήμα στο οποίο ακουμπά την πλάτη του αυτός που κάθεται: ~ καρέκλας / πολυθρόνας / καναπέ. Ψηλό / χαμηλό ~.

[λόγ. < αρχ. ἐρεισι- (θ. του ἐρείδω δες ερείδομαι, σύγκρ. ελνστ. ἔρεισις `στήριξη΄) + νώτον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
έρεισμα το [érizma] Ο49 : 1.(λόγ.) στήριγμα. || (τεχν.): Tο ~ της οδού / της σιδηροδρομικής γραμμής, το τμήμα που βρίσκεται πέρα από το οδόστρωμα / από τις γραμμές. 2. (μτφ.) καθετί από το οποίο κάποιος αντλεί δύναμη ή κύρος ή και μπορεί να βασίζεται, να στηρίζεται σε αυτό: Στρατιωτικό / πολιτικό ~. H Aγγλία διατηρεί ακόμη μερικά ερείσματα στον Iνδικό Ωκεανό. Kόμμα με ισχυρά ερείσματα στο στρατό. Λαϊκό ~, που προέρχεται από το λαό. H δικτατορία δεν κατόρθωσε να αποκτήσει λαϊκό ~. Hθικό ~, που προέρχεται από τις ηθικές αντιλήψεις. Πράξη / άποψη χωρίς ηθικό / νομικό ~.

[λόγ. < αρχ. ἔρεισμα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ερειστικός -ή -ό [eristikós] Ε1 : (ανατ.) που χρησιμεύει ως στήριγμα: ~ ιστός, από τον οποίο σχηματίζονται οι χόνδροι και τα οστά. Ερειστικό σύστημα, σύστημα από οστά και χόνδρους που παρέχει στο σώμα στήριξη.

[λόγ. < ελνστ. ἐρειστικός `ωθητικός΄ κατά το ερείδω (δες ερείδομαι)]

[Λεξικό Κριαρά]
ερεκτικός, επίθ.,
βλ. ορεκτικός.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ερέτης ο [erétis] Ο10 : (λόγ.) κωπηλάτης.

[λόγ. < αρχ. ἐρέτης]

< Προηγούμενο   1 [2] 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες