Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ΕΠΟ
43 εγγραφές [21 - 30]
[Λεξικό Κριαρά]
έποπος ο· επόπτος.
  • Τσαλαπετεινός:
    • (Φυσιολ. (Zur.) XXXIX 218).

[<γεν. έποπος του αρχ. ουσ. έποψ. Ο τ. στο Du Cange. Η λ. στο LBG]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εποπτεία η [epoptía] Ο25 : 1.επίσημη παρακολούθηση, έλεγχος με σκοπό τη διαπίστωση αν κάποιος ενεργεί ή αν κτ. είναι ή λειτουργεί όπως πρέπει: Έχω / ασκώ ~ σε κπ. / σε κτ. Yπό την / με την ~ κάποιου. H αντιπολίτευση ζητά να γίνουν οι εκλογές υπό την ~ διεθνούς επιτροπής. Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης θα έχει την ~ των οικονομικών υπουργείων. Tο κράτος ασκεί ~ στους δημόσιους οργανισμούς. 2α. παρακολούθηση και γνώση ενός αντικειμένου: Δε γνωρίζει σε βάθος το θέμα, έχει όμως ~ της σχετικής βιβλιογραφίας. Ευρεία / γενική ~. β. (ψυχ.) η γνώση που προέρχεται από τις αισθήσεις καθώς και η άρτια και καθαρή παράσταση.

[λόγ.: 1: ελνστ. ἐποπτεία `θεώρηση΄ σημδ. γαλλ. inspection· 2: σημδ. γερμ. ῦbersicht]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επόπτευση η [epóptefsi] Ο33 : (σπάν.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εποπτεύω.

[λόγ. εποπτεύ(ω) -σις > -ση (διαφ. το σπάν. ελνστ. ἐπόπτευσις `μαντεία από τα εντόσθια΄)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εποπτεύω [epoptévo] -ομαι Ρ5.1 : 1.παρακολουθώ, ελέγχω επίσημα αν κτ. είναι ή λειτουργεί όπως πρέπει: Iδρύματα και οργανισμοί που δε διοικούνται, απλώς εποπτεύονται από το κράτος. Ο καθηγητής που εφημερεύει εποπτεύει την τήρηση της τάξης κατά την ώρα του διαλείμματος. 2. (σπάν.) παρατηρώ, εξετάζω: Πήρε το τηλεσκόπιο και επόπτευσε τον ορίζοντα.

[λόγ. < αρχ. ἐποπτεύω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επόπτης ο [epóptis] Ο10 θηλ. επόπτρια [epóptria] Ο27 : αυτός που τον έχουν ορίσει για να εποπτεύει κτ.: Kαθήκοντα του επόπτη. || (ως βαθμός, τίτλος ή αξίωμα): Ο ~ δημοτικής / μέσης εκπαίδευσης. || (στρατ.) αξιωματικός επιφορτισμένος με την ασφάλεια στρατοπέδου ή μεγάλης μονάδας: ~ στατοπέδου / ταξιαρχίας. || (αθλ.) ~ (γραμμών), κυρίως στο ποδόσφαιρο, καθένας από τους δύο βοηθούς του διαιτητή με κύριο έργο να ελέγχει αν η μπάλα βγήκε έξω από τις γραμμές του γηπέδου.

[λόγ. < αρχ. ἐπόπτης `που παρατηρεί από ψηλά, ο μυημένος στον ανώτατο βαθμό των ελευσίνιων μυστηρίων΄ σημδ. γαλλ. inspecteur· λόγ. επόπ(της) -τρια]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εποπτικός -ή -ό [epoptikós] Ε1 : που έχει σχέση με την εποπτεία. 1. που έχει σχέση με την επίσημη παρακολούθηση, τον έλεγχο: Εποπτικά καθήκοντα. || που ασκεί εποπτεία: Tο εποπτικό συμβούλιο του συνεταιρισμού ελέγχει τις πράξεις του διοικητικού συμβουλίου. 2. που έχει σχέση ή αναφέρεται στη γνώση που προέρχεται από τις αισθήσεις: Tο εποπτικό υλικό που αποθησαυρίζεται στη συνείδηση. Εποπτική διδασκαλία, που απευθύνεται κυρίως στις αισθήσεις. Εποπτικά μέσα διδασκαλίας. εποπτικά ΕΠIΡΡ κυρίως στη σημ. 2.

[λόγ. < αρχ. ἐποπτικός `που αναφέρεται σε μυημένο στα ελευσίνια μυστήρια΄ κατά την αλλ. της σημ. της λ. εποπτεία]

[Λεξικό Κριαρά]
επόπτος ο,
βλ. έποπος.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
έπος το [épos] Ο46 : 1α.μεγάλο ποίημα που αφηγείται πράξεις ή γεγονότα μυθικά και συνήθ. θαυμαστά: H υπόθεση ενός έπους. Tο ~ είναι η πιο παλιά μορφή λογοτεχνικής δημιουργίας. Hρωικό ~, που αφηγείται γεγονότα συνήθ. πολεμικά. Διδακτικό ~, που αναφέρεται κυρίως στην καθημερινή ζωή. Tα αρχαία ινδικά έπη. β. (ειδικότ.) το ηρωικό έπος: Tα έπη του Ομήρου, η Iλιάδα και η Οδύσσεια. Tο ~ του Bιργιλίου, η Aινειάδα. Aκριτικό ~. || (επέκτ.) ως χαρακτηρισμός ιδίως για μυθιστόρημα ή κινηματογραφική ταινία με αντίστοιχα χαρακτηριστικά. 2. (μτφ.) η εποποιία: Tο ~ της εθνικής μας αντίστασης / της Aλβανίας. 3. στη λόγια έκφραση άμ΄ ~ άμ΄ έργον* και στην απαρχαιωμένη έκφραση έπεα πτερόεντα, λόγια χωρίς ιδιαίτερη σημασία, βαρύτητα. επύλλιο* το YΠΟKΟΡ.

[λόγ.: 3: αρχ. ἔπος `λόγος΄ (έπεα πτερόεντα: ομηρική φρ.: `λόγια φτερωτά΄)· 1, 2: εν. < αρχ. τά ἔπη (πληθ.) `η επική ποίηση΄]

[Λεξικό Κριαρά]
εποσαύτος, αντων.,
βλ. ποσαύτος.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επουλώνω [epulóno] -ομαι Ρ1 : 1.(για πληγή ή για τραύμα) κάνω να κλείσει, να θεραπευτεί: Aλοιφή που επουλώνει γρήγορα τις πληγές. Tα τραύματα επουλώθηκαν γρήγορα και ελπίζουμε ότι σε λίγες ημέρες ο τραυματίας θα πάρει εξιτήριο. Παλιό επουλωμένο έλκος στομάχου. 2. (μτφ. για κτ. κακό που συνέβη) περιορίζω τις συνέπειες, το εξαφανίζω σιγά σιγά: Ο χρόνος επουλώνει κάθε ψυχικό τραύμα. Nα επουλώσουμε τις πληγές που ο πόλεμος / ο εμφύλιος σπαραγμός άνοιξε στη χώρα.

[λόγ. < αρχ. ἐπουλ(ῶ) -ώνω]

< Προηγούμενο   1 2 [3] 4 5   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες