Παράλληλη αναζήτηση
255 εγγραφές [221 - 230] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- έπαρμα το [éparma] Ο49 : (λόγ.) εξόγκωμα ή προεξοχή: ~ του εδάφους. || (ανατ.) ~ οστού.
[λόγ. < αρχ. ἔπαρμα]
[Λεξικό Κριαρά]
- έπαρμα το.
-
- 1) Λεία:
- επήραν όλο το κούρσος και όλο το έπαρμα (Πεντ. Αρ. XXXI 11).
- 2) Κατάληψη, πάρσιμο:
- το έπαρμα του πύργου (Χρον. Τόκκων 402).
- 3) Απόκτημα·
- (εδώ) συμβουλή:
- να στάξει σαν τη βροχή το έπαρμά μου (Πεντ. Δευτ. XXXII 2).
- (εδώ) συμβουλή:
[<αόρ. του επαίρνω + κατάλ. ‑μα. Άσχ. το αρχ. ουσ. έπαρμα. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. ποντ.]
- 1) Λεία:
[Λεξικό Κριαρά]
- επαρμόζω,
- βλ. εφαρμόζω.
[Λεξικό Κριαρά]
- επαρμός ο.
-
- Κατάληψη, άλωση:
- τον επαρμόν της Πόλης (Ιστ. πατρ. 15815).
[<αόρ. του επαίρνω + κατάλ. ‑μός. Η λ. στο LBG]
- Κατάληψη, άλωση:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- έπαρση η [éparsi] Ο33 : 1.υπερβολική υπερηφάνεια, μεγάλη ιδέα κάποιου για τον εαυτό του με αποτέλεσμα να φέρεται περιφρονητικά ή υποτιμητικά στους άλλους· (πρβ. αλαζονεία, υπεροψία): Άνθρωπος γεμάτος ~. H ~ της απόλυτης βεβαιότητας. Διηγείται με ~ τα κατορθώματά του. 2. ανύψωση σημαίας στον ιστό. ANT υποστολή: Mετά τον εκκλησιασμό έγινε ~ της σημαίας και έψαλαν τον εθνικό ύμνο.
[λόγ. < ελνστ. ἔπαρ(σις) -ση, αρχ. σημ.: `φούσκωμα΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- επαρσία η.
-
- Περηφάνεια, αλαζονεία:
- εις τούτο το εξώρθωσεν, εις επαρσίαν εσέβην (Γεωργηλ., Βελ. Λ 457).
[<ουσ. έπαρσις (I) + κατάλ. ‑ία]
- Περηφάνεια, αλαζονεία:
[Λεξικό Κριαρά]
- έπαρσις ‑ση (I) η.
-
- 1)
- α) Περηφάνεια, αλαζονεία:
- Θεός ο παντοδύναμος του έδωσε δειλίαν διά πολλήν του έπαρσιν (Ιστ. Βλαχ. 176)·
- β) υπερεκτίμηση:
- είχεν μεγάλην δόξαν κι έπαρσιν στα φουσσάτα του (Χρον. Μορ. H 6645).
- α) Περηφάνεια, αλαζονεία:
- 2) Πληθ.
- α) μεγαλεία:
- ο κόσμος, τ’ αγαθά κι οι έπαρσες ’λιγαίνουν (Πικατ. 220)·
- β) μεγαλοπρέπεια:
- μ’ έπαρσες ρηγατικές και μ’ αφεντιά μεγάλη (Ερωτόκρ. Β´ 366).
- α) μεγαλεία:
[αρχ. ουσ. έπαρσις. Η λ. (‑ση) και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Κριαρά]
- έπαρσις (II) η.
-
- Κατάληψη, άλωση, πάρσιμο:
- Η έπαρσις του κάστρου (Χρον. Τόκκων τίτλ. μετά στ. 296).
[<επαίρνω + κατάλ. ‑σις]
- Κατάληψη, άλωση, πάρσιμο:
[Λεξικό Κριαρά]
- επαρχεύω· ’παρχεύω.
-
- Η μτχ. ενεστ. ως ουσ. = άρχοντας:
- ήλθασιν οι ’παρχεύοντες …· τους γάμους επληρώσαμεν (Λίβ. Esc. 2377).
[<επαρχέω (6. αι., LBG). Η λ. το 13. αι. (LBG)]
- Η μτχ. ενεστ. ως ουσ. = άρχοντας:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επαρχία η [eparxía] Ο25 : 1.διοικητική υποδιαίρεση: α. του ελληνικού κράτους, μικρότερη από το νομό: Ο νομός Kοζάνης χωρίζεται σε τρεις επαρχίες. Πρωτεύουσα / δήμοι / κοινότητες μιας επαρχίας. || H ~ ενός μητροπολίτη, η περιοχή του. β. ενός κράτους γενικά: Kυβερνήτης / διοικητής μιας επαρχίας. Οι επαναστάτες ελέγχουν τις εφτά από τις δέκα επαρχίες της χώρας. Ρωμαϊκή ~, διοικητική υποδιαίρεση του ρωμαϊκού κράτους εκτός από την Iταλία. H νότια Ελλάδα προσαρτήθηκε στη ρωμαϊκή ~ της Mακεδονίας. 2α. το σύνολο των περιοχών ενός κράτους, ιδίως του ελληνικού, σε αντιδιαστολή με την πρωτεύουσά του: Διορίστηκε / υπηρετεί / ζει στην ~, όχι στην Aθήνα. || (τα χωριά και ιδ. οι κάτοικοί τους): Σκηνές από τη ζωή της επαρχίας. Nοοτροπία (της) επαρχίας. Tο ντύσιμο / η ομιλία του δείχνει ότι είναι από την ~. β. για χώρα καθυστερημένη και εξαρτημένη: H χώρα μας να μη γίνει οικονομική / πολιτιστική ~ της δυτικής Ευρώπης.
[λόγ. < ελνστ. ἐπαρχία `διοικητική περιφέρεια του ρωμαϊκού κράτους με προϊστάμενο έπαρχο΄ (λατ. provincia) σημδ. γαλλ. province, préfecture]