Παράλληλη αναζήτηση
| 250 εγγραφές [231 - 240] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- έμπτυσμα το.
-
- Φτύσιμο:
- Εμπτύσματα, ραπίσματα, βλασφημίας (Διακρούσ., Πένθος 63).
[μτγν. ουσ. έμπτυσμα]
- Φτύσιμο:
- εμπτυσμός ο [emptizmós] Ο17 : (λόγ.) το φτύσιμο, κυρίως ως εκδήλωση περιφρόνησης, βδελυγμίας κτλ. προς κπ. (λόγ. έκφρ.) είναι άξιος εμπτυσμού, για κπ. που προκαλεί αποστροφή, αηδία, περιφρόνηση, έντονη αποδοκιμασία· ΣYN έκφρ. είναι για φτύσιμο.
[λόγ. < μσν. εμπτυσμός < αρχ. ἐμπτυσ- (ἐμπτύω) `φτύνω μέσα΄ -μός]
- εμπτυσμός ο.
-
- Φτύσιμο:
- Πώς υπομένεις εμπτυσμούς …; (Θρ. Θεοτ. 102).
[<αόρ. του εμπτύω + κατάλ. ‑μός. Η λ. τον 6. αι. (LBG) και σήμ. λόγ.]
- Φτύσιμο:
- εμπυάζω [embjázo] Ρ2.1α μππ. εμπυασμένος & ομπυάζω [ombjázo] Ρ2.1α μππ. ομπυασμένος : (λαϊκότρ., για πληγές κτλ.) σχηματίζω πύον· εμπυούμαι.
[έμπυ(ο), όμπυ(ο) -άζω]
- εμπύημα το [embíima] Ο49 : (ιατρ.) συγκέντρωση πύου σε κοιλότητα του σώματος· (πρβ. απόστημα): ~ άρθρωσης. Xρόνιο / φυματιώδες ~.
[λόγ. < αρχ. ἐμπύημα]
- εμπύηση η [embíisi] Ο33 : (ιατρ.) σχηματισμός πύου σε πληγή: ~ τραύματος / δοθιήνα.
[λόγ. < αρχ. ἐμπύη(σις) -ση]
- έμπυο το [émbjo] & όμπυο το [ómbjo] Ο39 (χωρίς πληθ.) : (λαϊκότρ.) πύον.
[μσν. έμπυο < ελνστ. ἔμπυον ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. ἔμπυ ος `που έχει πύον΄· [e > o] από συμπροφ. με το άρθρο [to-e > to > t-o] ή από επίδρ. του χειλ. [m] ]
- έμπυο το.
-
- α) Πυώδες εξάνθημα, πυώδης φλεγμονή:
- να σε δείρει ο κύριος με έμπυο κακό ιπί τα γόνατα (Πεντ. Δευτ. ΧΧVΙΙΙ 35)·
- β) πληγή ή σπυρί που πυορροεί:
- κριάς ότι να είναι εις αυτό εις την τσίπα του έμπυο και εγιατρεύτην (αυτ. Λευιτ. XIII 18).
[μτγν.(;) ουσ. έμπυον (L‑S, λ. πύον· βλ. και Steph., λ. έμπυος)· πβ. Θαβώρης 1969: 66. Τ. όμπυο και η λ. και σήμ. λαϊκ.]
- α) Πυώδες εξάνθημα, πυώδης φλεγμονή:
- έμπυος -α -ο [émbios] Ε6 : (ιατρ.) που έχει πύον: Έμπυο έλκος. ~ δοθιήνας.
[λόγ. < αρχ. ἔμπυος]
- εμπυούμαι [embiúme] Ρ10.9β : (λόγ., για πληγές κτλ.) σχηματίζω πύον.
[λόγ. μέσο < αρχ. ενεργ. ἐμπυῶ]



