Παράλληλη αναζήτηση
| 250 εγγραφές [171 - 180] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εμποτίζω [embotízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.βρέχω κτ. καλά, ως το εσωτερικό όλης της μάζας του· μουσκεύω. 2. (μτφ.) υποβάλλω σε κπ. ένα συναίσθημα ή μια ιδέα, έτσι ώστε η συνείδησή του να κυριαρχείται απόλυτα από αυτά: ~ κπ. με ένα συναίσθημα / με ένα ιδανικό. || (συνήθ. παθ.): Εμποτισμένος με μίσος / με ιδανικά.
[λόγ. εμ- (δες εν-) ποτίζω μτφρδ. γαλλ. imbiber]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εμπότιση η [embótisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εμποτίζω, συνήθ. μτφ.· εμποτισμός.
[λόγ. εμποτι- (εμποτίζω) -σις > -ση]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εμποτισμός ο [embotizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εμποτίζω, συνήθ. μτφ.· εμπότιση.
[λόγ. εμποτισ- (εμποτίζω) -μός]
[Λεξικό Κριαρά]
- εμποτόπουλον το· ’μποτόπουλον.
-
- Μικρό δοχείο κρασιού ή νερού:
- το άσπρον το εμποτόπουλον γεμάτον το κρασίν μου (Προδρ. III 184).
[<ουσ. εμπότης (Andr., LBG) + κατάλ. ‑πουλον]
- Μικρό δοχείο κρασιού ή νερού:
[Λεξικό Κριαρά]
- εμπουκώνω,
- βλ. εμβουκώνω.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εμπράγματος -η -ο [embráγmatos] Ε5 : (νομ.) που αφορά τα πράγματα και τις έννομες σχέσεις των προσώπων (νομικών ή φυσικών) με αυτά: Εμπράγματο δικαίωμα, η έννομη μορφή με την οποία ένα πράγμα υπόκειται στην εξουσία κάποιου. Εμπράγματη δουλεία σε ακίνητο. Εμπράγματη δικαιοπραξία. Εμπράγματο δίκαιο, κλάδος του αστικού δικαίου, ο οποίος αφορά τις έννομες σχέσεις των προσώπων με τα πράγματα. Εμπράγματη ασφάλεια / πίστη, που βασίζεται σε ενέχυρο ή σε υποθήκη πράγματος.
[λόγ. εμ- (δες εν-) πραγματ- (πράγμα) -ος μτφρδ. γαλλ. réel ή γερμ. Real-, Sachen-]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- έμπρακτος -η -ο [émbraktos] Ε5 : που γίνεται, που εκδηλώνεται με πράξη, με έργα: Έμπρακτη μεταμέλεια / μετάνοια / αγάπη. Έμπρακτη διαβεβαίωση. Έμπρακτο ενδιαφέρον.
έμπρακτα & (λόγ.) εμπράκτως ΕΠIΡΡ με πράξεις, με έργα: Mας διαβεβαίωσε ~. Έδειξε τη μεταμέλειά του εμπράκτως. [λόγ. < αρχ. ἔμπρακτος `που βρίσκεται στη δυνατότητα κάποιου να το πράξει΄ σημδ. γερμ. tatsächlich, Tat-· λόγ. < ελνστ. ἐμπράκτως]
[Λεξικό Κριαρά]
- εμπράκτως, επίρρ.
-
- Στην πραγματικότητα, αληθινά:
- έπαθεν (ενν. ο Διονύσιος) εμπράκτως πολλά (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 22434).
[μτγν. επίρρ. εμπράκτως. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- Στην πραγματικότητα, αληθινά:
[Λεξικό Κριαρά]
- εμπρασμός ο,
- βλ. εμπρησμός.
[Λεξικό Κριαρά]
- εμπρεδένω,
- βλ. μπερδένω.



