Παράλληλη αναζήτηση
| 250 εγγραφές [111 - 120] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- εμπόδιστρον το· αμπόδιστρο· αμπόδιστρον· ’μπόδιστρο.
-
- Εμπόδιο:
- αμπόδιστρα ανόλπιστα (Κατζ. Ε´ 2).
[<αόρ. του εμποδίζω + κατάλ. ‑τρον. Ο τ. αμπ‑ στο Βλάχ. Η λ. στο Somav.]
- Εμπόδιο:
[Λεξικό Κριαρά]
- εμπόδιστρος, επίθ.
-
- Που στέκεται εμπόδιο:
- τύχη κακή και εμπόδιστρε (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 93).
[<ουσ. εμπόδιστρον]
- Που στέκεται εμπόδιο:
[Λεξικό Κριαρά]
- έμποδον το.
-
- Εμπόδιο, δυσκολία:
- ήλθεν άλλο έμποδον (Χρον. Τόκκων 3545).
[ουδ. του μτγν. επιθ. έμποδος ως ουσ.]
- Εμπόδιο, δυσκολία:
[Λεξικό Κριαρά]
- έμποδος η — ο.
-
- Εμπόδιο, δυσκολία:
- Δίχως καμίαν έμποδον εσέβησαν στην πόλιν (Θησ. (Foll.) I 1285)·
- έμποδον μέγαν ηύρασιν (Χρον. Μορ. H 4844).
[μτγν. επίθ. έμποδος ως ουσ.]
- Εμπόδιο, δυσκολία:
[Λεξικό Κριαρά]
- εμποδώ.
-
- Εμποδίζω:
- αι αμαρτίαι ημών εισίν οι εμποδούντες ημάς (Δούκ. 27717).
[μτγν.(;) εμποδέω (L‑S· βλ. και LBG)· πβ. εμποδόομαι (Ησύχ., L‑S)]
- Εμποδίζω:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εμπόλεμος -η -ο [embólemos] Ε5 : που βρίσκεται, που έχει εμπλακεί σε πόλεμο: Εμπόλεμα κράτη. Εμπόλεμες δυνάμεις. Εμπόλεμη ζώνη. || Εμπόλεμη κατάσταση, η κατάσταση μεταξύ των εμπόλεμων κρατών. || (ως ουσ.) οι εμπόλεμοι, για κράτη κτλ. που έχουν εμπλακεί σε πόλεμο: Συμφωνία των εμπολέμων για προσωρινή κατάπαυση του πυρός.
[λόγ. < ελνστ. ή μσν. ἐμπόλεμος `που σχετίζεται με πόλεμο΄ < εμ- (δες εν-) πόλεμ(ος) -ος]
[Λεξικό Κριαρά]
- εμπόλια η,
- βλ. μπόλια.
[Λεξικό Κριαρά]
- εμπολώ.
-
- Δίνω, προσφέρω:
- εμπόλησαν τα παιδιά του Ααρών προς αυτόν το αίμα (Πεντ. Λευιτ. IX 12).
[αρχ. εμπολάω]
- Δίνω, προσφέρω:
[Λεξικό Κριαρά]
- εμπόνως, επίρρ.
-
- Προσεκτικά, με επιμέλεια:
- ανάγνωσ’ εμπόνως (Σπαν. (Λάμπρ.) Va 50).
[μτγν. επίρρ. εμπόνως]
- Προσεκτικά, με επιμέλεια:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]



