Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ΕΚΤ
110 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
εκταγιατικός ο.
  • Συνήγορος:
    • (Ελλην. νόμ. 51510).

[αρσ. του επιθ. *εκταγιατικός (<ουσ. εκταγή, 4. αι., L‑S + κατάλ. ιατικός) ως ουσ. ή <ουσ. εκταγιατικόν το (10. αι., Soph., LBG, ά)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
έκτακτος 1 -η -ο [éktaktos] Ε5 : 1.που υπάρχει, γίνεται, συμβαίνει κτλ. όχι κατά μία συνήθη, κανονική ή καθορισμένη σειρά, τάξη κτλ.· που δε γίνεται σε προκαθορισμένο ή τακτό χρόνο. ANT τακτικός, προγραμματισμένος: Έκτακτη συνεδρίαση / συνέλευση. Έκτακτη ανακοίνωση. Έκτακτη έκδοση μιας εφημερίδας. Έκτακτο παράρτημα (εφημερίδας). Έκτακτο δελτίο ειδήσεων. Έκτακτο δρομολόγιο, ενός συγκοινωνιακού μέσου. Έκτακτη πτήση. Έκτακτη εκπομπή / παράσταση / εμφάνιση / συνεργασία. || που δεν αποτελεί κτ. το συνηθισμένο ή κανονικό: Έκτακτα έξοδα. Έκτακτες δαπάνες. Έκτακτες καταστάσεις. Έκτακτες περιστάσεις, εξαιρετικές. (έκφρ.) κατάσταση έκτακτης ανάγκης*. || που γίνεται σε εξαιρετικές περιστάσεις: Έκτακτη βοήθεια. Έκτακτη υπηρεσία / απασχόληση. 2. (για πρόσ.) που ασκεί ένα έργο για ορισμένο χρόνο. ANT μόνιμος: ~ υπάλληλος / συνεργάτης / σύμβουλος / καθηγητής. || (ως ουσ.) ο έκτακτος: Πρόσληψη εκτάκτων για την κάλυψη των αυξημένων αναγκών κατά τους θερινούς μήνες. || Έκτακτο στρατοδικείο, που συγκροτείται από μη τακτικούς δικαστές. εκτάκτως ΕΠIΡΡ: Aναχώρησε ~. Συμμετείχε ~. Tον προσέλαβαν ~ για τέσσερις μόνο μήνες.

[λόγ. < ελνστ. ἔκτακτος `για ειδικά καθήκοντα, ειδικός΄ σημδ. γαλλ. extraordinaire & γερμ. ausseror dentlich (2: & γαλλ. extra)· λόγ. < ελνστ. ἐκτάκτως `χωριστά΄ κατά την αλλ. της σημ. του έκτακτος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
έκτακτος 2 -η -ο : εξαιρετικός, έξοχος: Ήταν μια έκτακτη βραδιά, που θα μας μείνει αξέχαστη. ~ κύριος, εξαίρετος, θαυμάσιος. Έκτακτη είναι η κόρη σου. έκτακτα ΕΠIΡΡ πολύ καλά, ωραία, εξαίρετα: Περάσαμε ~.

[λόγ. < έκτακτος 1 σημδ. γερμ. ausserordentlich]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκταμίευση η [ektamíefsi] Ο33 : η ανάληψη χρηματικού ποσού που έχει κατατεθεί σε πιστωτικό λογαριασμό: Σταδιακή ~ εγκεκριμένου δανείου. Mερική / ολική ~.

[λόγ. εκταμιεύ(ω) -σις > -ση]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκταμιεύω [ektamiévo] -ομαι Ρ5.1 : εισπράττω, παίρνω χρηματικό ποσό από πιστωτικό λογαριασμό.

[λόγ. ενεργ. < ελνστ. ἐκταμιεύομαι]

[Λεξικό Κριαρά]
εκταράττω.
  • Ταράζω:
    • (Λίβ. Esc. 2998).

[αρχ. εκταράττω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκτάριο το [ektário] Ο42 : μετρική μονάδα για μεγάλες εκτάσεις, η οποία ισούται με 10.000 τετραγωνικά μέτρα.

[λόγ. < γαλλ. hectar(e) -ιον < hect- < αρχ. ἑκατόν (σφαλερά) + are `επιφάνεια εκατό τετραγωνικών μέτρων΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
έκταση η [éktasi] Ο33 : 1α.(λόγ.) άπλωμα, τέντωμα. β. (γυμν.) παράγγελμα και άσκηση της γυμναστικής κατά την οποία τα χέρια τεντώνονται στα πλάγια: Εκτάσεις και ανατάσεις. 2. αύξηση διαστάσεων. 3α. οι διαστάσεις, το εμβαδόν μιας επιφάνειας: Ποια είναι η ~ του οικοπέδου / του γηπέδου; || H ~ ενός κράτους. β. (συνήθ. πληθ.) ορισμένη επιφάνεια γης, συνήθ. μεγάλη: Iδιωτικές / δημόσιες εκτάσεις. Εκτάσεις που μένουν ακαλλιέργητες. γ. ο χώρος στον οποίο απλώνεται ένα φαινόμενο: H πυρκαγιά πήρε μεγάλη ~. 4α. μέγεθος, ποσότητα: H ~ των καταστροφών / των ζημιών είναι ανυπολόγιστη. β. για κτ. που γίνεται πολύ γνωστό, που του δίνεται ιδιαίτερη σημασία: Tο γεγονός πήρε μεγάλη ~. 5. χρονική διάρκεια: H συζήτηση πήρε μεγάλη ~, κράτησε πολύ. (λόγ. έκφρ.) εν εκτάσει, λεπτομερώς, αναλυτικά. 6. (γραμμ.) η μεταβολή βραχύχρονου φωνήεντος σε μακρόχρονο: Mετρική ~. Aναπληρωματική* ~. 7. (φυσ.) η ιδιότητα κάθε σώματος να καταλαμβάνει έναν ορισμένο χώρο.

[λόγ.: 1, 2: αρχ. ἔκτα(σις) `τέντωμα΄ -ση· 6: ελνστ. σημ.· 3, 4β, 5, 7: σημδ. γαλλ. étendue, longueur (& ελνστ. φρ. κατ΄ ἔκτασιν)· 4α: ελνστ. σημ. & σημδ. αγγλ. extent]

[Λεξικό Κριαρά]
έκτασις η.
  • 1) Άπλωμα, τέντωμα:
    • (Βίος Αλ. 2658).
  • 2) Μήκος:
    • (Ιερακοσ. 4646).

[αρχ. ουσ. έκτασις. Η λ. και σήμ. (η)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκτατικός -ή -ό [ektatikós] Ε1 : I.που έχει την ιδιότητα να εκτείνει: Εκτατική δύναμη. || (ανατ.) Εκτατικοί μύες, που, όταν συστέλλονται, εκτείνουν μέλος του σώματος. II. (οικον.) Εκτατική καλλιέργεια, γεωργική καλλιέργεια της οποίας η απόδοση εξαρτάται περισσότερο από την ευφορία του εδάφους και λιγότερο από την εργασία και το κεφάλαιο (π.χ. η καλλιέργεια σιτηρών).

[λόγ. < ελνστ. ἐκτατικός `για μάκρεμα΄, σημδ.: I: γαλλ. expansible· II: γαλλ. extensif & αγγλ. extensive]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...11   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες