Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ΕΚΚΕ
11 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκκεντρικός -ή -ό [ekendrikós] Ε1 : που ο τρόπος του ή ο χαρακτήρας του είναι εξαιρετικά διαφορετικός ή αντίθετος προς ό,τι είναι γενικά αποδεκτό και συνηθισμένο, εξαιρετικά παράδοξος και ιδιόρρυθμος: Εκκεντρική συμπεριφορά. Εκκεντρικό ντύσιμο. Εκκεντρική επίπλωση / διακόσμηση. Εκκεντρικές ιδέες. || (για πρόσ.): ~ τύπος / χαρακτήρας / καλλιτέχνης. || (ως ουσ.) ο εκκεντρικός. εκκεντρικά ΕΠIΡΡ με τρόπο εκκεντρικό: Nτύνεται ~.

[λόγ. εκ- κεντρικός μτφρδ. γαλλ. excentrique]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκκεντρικότητα η [ekendrikótita] Ο28 : ο χαρακτήρας ή η συμπεριφορά του εκκεντρικού· παράδοξη ιδιορρυθμία, ιδιοτυπία: Kαλλιτέχνες γνωστοί μάλλον για την εκκεντρικότητά τους παρά για την αξία τους. Άσε τις εκκεντρικότητες.

[λόγ. εκκεντρικ(ός) -ότης > -ότητα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
έκκεντρος -η -οkendros] Ε5 : α. (γεωμ.) έκκεντροι κύκλοι, που ο ένας περιέχεται μέσα στον άλλο, έχουν όμως διαφορετικό κέντρο. β. (μηχανολ., ως ουσ.) το έκκεντρο, για εξάρτημα μηχανής (δίσκος, κύλινδρος κτλ.) που περιστρέφεται ή παλινδρομεί γύρω από έναν άξονα ο οποίος δε διέρχεται από το κέντρο του.

[λόγ.: α: ελνστ. ἔκκεντρος· β: σημδ. γαλλ. excentrique]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκκεντροφόρος ο [ekendrofóros] Ο18 : (τεχν.) άξονας μηχανών εσωτερικής καύσης στον οποίο είναι προσαρμοσμένα τα έκκεντρα που με την κίνησή τους ανοίγουν και κλείνουν τις βαλβίδες. || (σπανιότ. και ως επίθ.): ~ άξονας.

[λόγ. έκκεντρ(ος) -ο- + -φόρος]

[Λεξικό Κριαρά]
εκκεντρώνω.
  • Μπολιάζω·
    • (εδώ μεταφ.):
      • ηθέλησες εξ ευγενούς κλάδου να εκκεντρώσεις το γένος το ημέτερον (Αιτωλ., Βοηβ. 30).

[<πρόθ. εκ + κεντρώνω. Η λ. τον 11. αι. (όω, LBG)]

[Λεξικό Κριαρά]
εκκεντώ.
  • Κεντρίζω:
    • προς φυγήν ετράπησαν τους ίππους εκκεντούντες (Διγ. Gr. 2968).

[αρχ. εκκεντέω]

[Λεξικό Κριαρά]
εκκενώ.
  • I. (Ενεργ.) φρ. εκκενώ την κόπρον = αποπατώ:
    • (Ιερακοσ. 45913).
  • II. (Μέσ.) αδειάζω:
    • εκκενούσθαι τας αυτών γαστέρας (Γλυκά, Αναγ. 75).

[αρχ. εκκενόω. Τ. ώνω σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκκενώνω [ekenóno] -ομαι Ρ1 : (λόγ.) 1. κάνω κτ. κενό, άδειο· βγάζω έξω από αυτό, του αφαιρώ ό,τι περιέχει· αδειάζω εντελώς: ~ μια δεξαμενή. 2. για σύνολο προσώπων που αποχωρεί, οικειοθελώς ή αναγκαστικά, από το χώρο ή τον τόπο στον οποίο βρίσκεται: Zήτησε από το ακροατήριο να εκκενώσει αμέσως την αίθουσα. || (ειδικότ.) αποχωρώ από μια περιοχή που την κατέχω στρατιωτικά.

[λόγ. < αρχ. ἐκκεν(ῶ) -ώνω `αδειάζω τελείως΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκκένωση η [ekénosi] Ο33 : I. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εκκενώνω. 1. (λόγ.) αφαίρεση του περιεχομένου· (πρβ. άδειασμα): ~ βόθρου, η αφαίρεση των λυμάτων από αυτόν. Εκκενώσεις βόθρων, ως ονομασία εταιρειών κτλ. που αναλαμβάνουν την αφαίρεση των λυμάτων. 2. ομαδική αποχώρηση ή απομάκρυνση, από χώρο ή τόπο, των προσώπων που βρίσκονται σ΄ αυτόν: ~ μιας αίθουσας / μιας πόλης. || (ειδικότ.) αποχώρηση από μια περιοχή που την κατέχω στρατιωτικά: ~ ενός φρουρίου. II. (φυσ., ηλεκτρολ.) η βίαιη διέλευση ηλεκτρικών φορτίων από ένα αγώγιμο σώμα σε άλλο: Tο φαινόμενο της ηλεκτρικής εκκένωσης συνοδεύεται από άλλα οπτικά ή ηχητικά φαινόμενα.

[λόγ.: I: ελνστ. ἐκκένω(σις) `πλήρες άδειασμα΄ -ση· II: σημδ. αγγλ. discharge]

[Λεξικό Κριαρά]
εκκεραμώνω.
  • Διορθώνω, επισκευάζω τα κεραμίδια, τη στέγη:
    • (Προδρ. I 85).

[<πρόθ. εκ + κεραμώνω]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες