Παράλληλη αναζήτηση
| 11 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκκαθαρίζω [ekaθarízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. απαλλάσσω έναν οργανισμό, υπηρεσία κτλ. από πρόσωπα που θεωρούνται ή είναι ανεπιθύμητα, ανίκανα κτλ. αποπέμποντάς τα, διώχνοντάς τα· κάνω εκκαθαρίσεις: H νέα κυβέρνηση επιχείρησε να εκκαθαρίσει το στράτευμα από τους οπαδούς του προηγούμενου καθεστώτος. 2. (λογιστ., οικον.) ~ ένα λογαριασμό, εκτελώ τις αναγκαίες λογιστικές πράξεις και βρίσκω το τελικό χρεωστικό ή πιστωτικό υπόλοιπο· κάνω εκκαθάριση λογαριασμού.
[λόγ. < ελνστ. ἐκκαθαρίζω `καθαρίζω τελείως΄ κατά τη σημ. της λ. εκκαθάρισις]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκκαθάριση η [ekaθárisi] Ο33 : 1. (συνήθ. πληθ.) η ομαδική αποπομπή, από έναν οργανισμό, υπηρεσία κτλ., των προσώπων που είναι ή θεωρούνται ανεπιθύμητα, ανίκανα κτλ.: Πολιτικές εκκαθαρίσεις, που γίνονται με πολιτικά κριτήρια, για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας. 2. (λογιστ., οικον.) α. ~ λογαριασμού, ο υπολογισμός του τελικού και οριστικού πιστωτικού ή χρεωστικού υπολοίπου. β. ~ επιχείρησης / εταιρείας κτλ., ο υπολογισμός του τελικού ενεργητικού και του παθητικού μιας επιχείρησης που έπαψε να λειτουργεί, για τον οριστικό διακανονισμό των οικονομικών της υποχρεώσεων και τη διανομή των κερδών. || η ιδιότυπη κατάσταση οικονομικού οργανισμού που διαλύθηκε ως τον οριστικό διακανονισμό των κάθε είδους δοσοληψιών: H υπό ~ επιχείρηση. γ. ~ κληρονομικής περιουσίας, ο υπολογισμός της ή και η εκποίησή της, για να διανεμηθεί στους κληρονόμους.
[λόγ. < ελνστ. ἐκκαθάρι(σις) `πλήρες καθάρισμα΄ -ση σημδ. γαλλ. liquidation, συν. του apurement]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκκαθαριστής ο [ekaθaristís] Ο7 θηλ. εκκαθαρίστρια [ekaθarístria] Ο27 : το πρόσωπο στο οποίο έχει ανατεθεί ορισμένη λογιστική, οικονομική εκκαθάριση: Ο ~ ενός λογαριασμού / μιας εταιρείας που διαλύεται / μιας κληρονομικής περιουσίας.
[λόγ. εκκαθαρισ- (εκκαθαρίζω) -τής· λόγ. εκκαθαρισ(τής) -τρια]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκκαθαριστικός -ή -ό [ekaθaristikós] Ε1 : που αποσκοπεί σε εκκαθάριση. 1. (στρατ.) Εκκαθαριστικές επιχειρήσεις, που γίνονται για να εκδιωχθούν από μια περιοχή οι τελευταίες δυνάμεις ηττημένου ήδη αντιπάλου. 2. που αναφέρεται σε λογιστική, οικονομική εκκαθάριση: Εκκαθαριστικό σημείωμα, στο οποίο αναγράφονται τα βασικά στοιχεία και το τελικό αποτέλεσμα ενός λογαριασμού. Εκκαθαριστική επιτροπή, στην οποία έχει ανατεθεί να κάνει εκκαθάριση. || (ως ουσ.) το εκκαθαριστικό, το εκκαθαριστικό σημείωμα της εφορίας.
[λόγ. εκκαθαριστ(ής) -ικός]
[Λεξικό Κριαρά]
- εκκαίω.
-
- 1) (Μεταφ.) ανάβω:
- εκκαίομαι υπό του φίλτρου εκείνων (Χειλά, Χρον. 351).
- 2) Εξάπτω, εξοργίζω:
- συμβούλευσας αυτόν του δούναι το παιδίον, ίνα μη εις οργήν εκκαύσῃ τον τύραννον (Δούκ. 38126).
[αρχ. εκκαίω]
- 1) (Μεταφ.) ανάβω:
[Λεξικό Κριαρά]
- εκκακώ.
-
- Χάνω το θάρρος μου, λιποψυχώ:
- ανδρίζου …, μηδόλως εκκακήσῃς (Γλυκά, Στ. 342).
[μτγν. εκκακέω]
- Χάνω το θάρρος μου, λιποψυχώ:
[Λεξικό Κριαρά]
- εκκαλώ· μτχ. ενεστ. εκκαλόμενος.
-
- I. Ενεργ.
- 1) Ονομάζω:
- φίλτατον … εκείνον εκκαλούσα (Διγ. Z 2679).
- 2) Καλώ, προσκαλώ:
- παράνυμφον … εκκαλούσι … την καισάρισσαν (Ιστ. Ηπείρ. XXX3 κριτ. υπ).
- 3) Μηνύω, καταγγέλλω:
- (Ασσίζ. 2621).
- 1) Ονομάζω:
- II. (Μέσ.) παρακινώ κάπ. σε κ.:
- προς έλεον εκκαλεσάμενοί σε (Γλυκά, Στ. Β´ 33).
- Η μτχ. ενεστ. ως ουσ. = κατηγορούμενος:
- (Ασσίζ. 34117).
[αρχ. εκκαλέω. Πβ. και εγκαλώ]
- I. Ενεργ.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκκαμίνευση η [ekamínefsi] Ο33 : (τεχν.) η υπερθέρμανση ορυκτού, μεταλλεύματος ή πετρώματος σε καμίνι, για την παραγωγή ορισμένου προϊόντος (μετάλλου, κράματος, ασβέστη κτλ.).
[λόγ. εκκαμινεύ(ω) -σις > -ση]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκκαμινεύω [ekaminévo] -ομαι Ρ5.1 : (τεχν.) υποβάλλω ορυκτό, μετάλλευμα ή πέτρωμα σε εκκαμίνευση.
[λόγ. εκ- κάμιν(ος) -εύω]
[Λεξικό Κριαρά]
- εκκαστρίζω.
-
- Κατακτώ, κυριεύω, εκπορθώ:
- το Κοτυάειον εξεκάστρισε (Παράφρ. Χων. 340).
[<πρόθ. εκ + ουσ. κάστρον + κατάλ. ‑ίζω. Η λ. στο LBG]
- Κατακτώ, κυριεύω, εκπορθώ:



