Παράλληλη αναζήτηση
| 3.629 εγγραφές [151 - 160] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δάνδηξ ο.
-
- Είδος μεγάλου σκυλιού:
- (Βίος Αλ. 4226).
[μτγν.(;) ουσ. δάνδηξ (Ψευδο-Καλλισθένης, L‑S Suppl.)]
- Είδος μεγάλου σκυλιού:
- δανδής ο [δanδís] Ο8 : άντρας που ντύνεται και συμπεριφέρεται με εξεζητημένη κομψότητα.
[λόγ. < γαλλ. dandy -ς < αγγλ. dandy (ορθογρ. δαν.)]
- δανέζικος -η -ο [δanézikos] Ε5 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη Δανία ή στους Δανούς ή που προέρχεται από αυτήν ή από αυτούς· δανικός: Δανέζικη γλώσσα / βιομηχανία. || Δανέζικα έπιπλα, έπιπλα από ξύλο τικ σε πολύ λιτή γραμμή. || (ως ουσ.) τα δανέζικα, η δανέζικη γλώσσα.
δανέζικα ΕΠIΡΡ σε δανέζικη γλώσσα· δανικά: Kείμενο γραμμένο ~. [εθν. Δανέζ(ος) -ικος < ιταλ. dan(ese) -έζος (δες στο δανικός)]
- δανειακός, επίθ.
-
- Δανεικός:
- απήρεν ο δεσπότης δανειακά άσπρα (Notizb. 87).
- Το ουδ. στον εν. και πληθ. ως ουσ. = δάνειο:
- όλους έδιδεν, άλλον δανειακόν και άλλον χάρισμα (Συναδ. φ. 52r)·
- γυρεύει δανειακά (Μετάφρ. «Χαρακτ.» Θεοφρ. 128).
[<ουσ. δάνειον + κατάλ. ‑ακός. Η λ. τον 6. αι. (L‑S· βλ. και LBG) και σήμ.]
- Δανεικός:
- δανειακός -ή -ό [δaniakós] Ε1 : που έχει σχέση με το δάνειο: Δανειακή πολιτική.
[λόγ. < μσν. δανειακός < δάνει(ον) -ακός]
- δανειακώς, επίρρ.
-
- Δανεικά:
- νομίσματα δέδωκα δανειακώς (Rechenb. 1031).
[<επίθ. δανειακός. Η λ. τον 11. αι. (LBG) και σε σχόλ. (DGE, λ. ‑ός)]
- Δανεικά:
- δανείζω [δanízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. παραχωρώ σε κπ. κτ. δικό μου για να το χρησιμοποιήσει, με την προϋπόθεση να μου το επιστρέψει μέσα σε κάποιο χρονικό διάστημα: Bιβλία δε ~. Mπορείς να μου δανείσεις για λίγο την ομπρέλα σου; Πήγε να δανειστεί ένα σφυρί. || δίνω χρήματα σε κπ., ο οποίος έχει την υποχρέωση να μου τα επιστρέψει με ή χωρίς τόκο: Δε θέλω να δανείζομαι. Δανείστηκε με υψηλό / χαμηλό τόκο. Οι τράπεζες δε δανείζουν σε πρόσωπα αφερέγγυα. ΠAΡ Όποιος δίνει σε φτωχό, δανείζει στο Θεό, ο Θεός θα του το ανταποδώσει. 2. με αφηρημένα ουσιαστικά, χρησιμοποιώ κτ. που δεν το έχω δημιουργήσει εγώ ο ίδιος: Δανείστηκα αυτή την ιδέα από τον τάδε. H νεοελληνική δανείστηκε πολλές λέξεις από την αγγλική / από τη γαλλική γλώσσα.
[1: αρχ. δανείζω· 2: λόγ. σημδ. γαλλ. emprunter]
- δανείζω.
-
- I. Ενεργ.
- α) Δίνω κ. με επιστροφή:
- Είτι γαρ δώσεις τον πτωχόν, προς τον Θεόν δανείζεις (Κομν., Διδασκ. Δ 300)·
- (με σύστ. αντικ.):
- ότι να δανείσεις το σύντροφό σου δάνεισμα τίποτα (Πεντ. Δευτ. XXIV 10)·
- (μεταφ.):
- εδάνεισαν κι εμέ ραβδεάν άγαν ανδρειωμένην (Διγ. Z 3030)·
- β) φρ. δανείζω το κορμί, τη σάρκα = (προκ. για γυναίκα) εκδίδομαι:
- (Συναξ. γυν. 1156), (Σαχλ., Αφήγ. 707).
- α) Δίνω κ. με επιστροφή:
- II. (Μέσ.) δανείζομαι χρήματα ή κ. άλλο με επιστροφή:
- Περί το δάνειον τό να δανεισθεί ο υιός (Ασσίζ. 16015· Βακτ. αρχιερ. 143), (Θησ. Ε´ [277]).
[αρχ. δανείζω. Η λ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.
- δανεικός, επίθ.
-
- Που τον δανείζει ή τον δανείζεται κάπ.:
- αν μας απήραν πρόβατα, … ως δανεικά ας τα επάρουσιν, αν τύχει να τα στρέψουν (Χρον. Μορ. H 1127)·
- (μεταφ.):
- μέρος απ’ αυτούς ήσαν δανεικοί από άλλες συντροφίες (Σουμμ., Ρεμπελ. 160).
- Το ουδ. εν. ως ουσ. = δάνειο:
- έδωκεν το δανεικόν κι εκείνο οπού χρώστει (Ζήνου, Πρόλ. Πένθ. θαν. 5).
[<ουσ. δάνειον + κατάλ. ‑ικός. Η λ. τον 8.-9. αι. (LBG) και σήμ.]
- Που τον δανείζει ή τον δανείζεται κάπ.:
- δανεικός -ή -ό [δanikós] Ε1 : που τον δανείζει ή που τον δανείζεται κάποιος: Παίρνω κτ. δανεικό από κπ. Mε δανεικά ρούχα / χρήματα. || (ως ουσ.) τα δανεικά, χρήματα τα οποία έχει δανειστεί κάποιος και τα οποία είναι υποχρεωμένος να τα επιστρέψει: Zει με δανεικά. (έκφρ.) δανεικά κι αγύριστα, για χρέος που δεν υπάρχει προοπτική να εξοφληθεί.
[μσν. δανεικός < δάν(ειο) ή δαν(είζω) -ικός (πρβ. μσν. δανειακός) (η ορθογρ. κατά τη λ. δάνειο)]



