Παράλληλη αναζήτηση
| 115 εγγραφές [11 - 20] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διάσειση η [δiásisi] Ο33 : σύνολο λειτουργικών διαταραχών που προκαλούνται στον εγκέφαλο κυρίως από ισχυρή δόνηση και έχουν ως συμπτώματα πονοκέφαλο, αμνησία, αφασία κτλ.: ~ του εγκεφάλου. Εγκεφαλική ~. Ελαφρά / βαριά ~.
[λόγ. < ελνστ. διάσει(σις) `βίαιη κίνηση΄ -ση σημδ. αγγλ.(;) concussion]
[Λεξικό Κριαρά]
- διασεισμός ο.
-
- Αναταραχή:
- Βοήθησε την Εκκλησίαν και ελευθέρωσέ την από κάθε ανάγκασην …, διασεισμόν και βλάβην (Χριστ. διδασκ. 447).
[μτγν. ουσ. διασεισμός]
- Αναταραχή:
[Λεξικό Κριαρά]
- διασείω.
-
- Σείω βίαια·
- (εδώ μεταφ. προκ. για πρόσωπο) ταράζω, πειράζω· ενοχλώ:
- χαρτί βεβαιωτικόν της βασιλείας αυτού ότι τινάς να μην τον διασείσει (ενν. τον Ηρώδην) (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 242ν).
- (εδώ μεταφ. προκ. για πρόσωπο) ταράζω, πειράζω· ενοχλώ:
[αρχ. διασείω]
- Σείω βίαια·
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διάσελο το [δjáselo] Ο41 : (λογοτ., λαϊκότρ.) ο αυχένας του βουνού: Tα διάσελα της Πίνδου.
[δια- σέλ(α) -ο]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διάσημο το [δiásimo] Ο40 (συνήθ. πληθ.) : διακριτικό τίτλου ή διάκρισης, το οποίο έχει τιμητικό χαρακτήρα: Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας επέδωσε στα τιμώμενα πρόσωπα τα σχετικά διάσημα.
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. διάσημος σημδ. γαλλ. insigne]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διάσημος -η -ο [δiásimos] Ε5 : (για πρόσ.) που είναι πολύ γνωστός, γιατί είχε πολύ μεγάλες επιτυχίες σε ορισμένο τομέα: Ένας ~ πολιτικός / καλλιτέχνης / γιατρός. Ένα διάσημο όνομα. || διαβόητος: ~ διαρρήκτης / απατεώνας. Mια διάσημη εταίρα.
[λόγ. < αρχ. διάσημος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διασημότητα η [δiasimótita] Ο28 : 1. η ιδιότητα του διάσημου ανθρώπου: Επιδιώκει τη ~. 2. ο διάσημος άνθρωπος: Θεωρεί τον εαυτό του ~. Στην τελετή για την έναρξη του φεστιβάλ κινηματογράφου συμμετείχαν ηθοποιοί, σκηνοθέτες κι άλλες διασημότητες.
[λόγ. διάσημ(ος) -ότης > -ότητα μτφρδ. γαλλ. célebrité]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διασίδι το [δjasíδi] Ο44 : (λαϊκότρ.) το νήμα που χρησιμοποιείται για στημόνι ή υφάδι και με επέκταση το υφαντό.
[μσν. διασίδι υποκορ. του ουσ. *διάσ(η) -ίδι < αρχ. ρ. διάζομαι `βάζω το νήμα στον αργαλειό΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- διασίδι το.
-
- Ιστός:
- διασίδι της αράχνης (Αγαπ., Γεωπον. 196).
[<ουσ. *διάση (<αρχ. διάζομαι, Somav., Κριαρ.) + κατάλ. ‑ίδι. Η λ. στο Du Cange (‑ήδη) και σήμ. ιδιωμ.]
- Ιστός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διάσιμο το [δjásimo] Ο41 : (λαϊκότρ.) η εργασία με την οποία το στημόνι τοποθετείται στο αντί του αργαλειού.
[διασ- (διάζομαι δες στο διασίδι) -ιμο]



