Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Δ*
3.629 εγγραφές [251 - 260]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δασόφιλος -η -ο [δasófilos] Ε5 : που αγαπά τα δάση. || (ως ουσ.).

[λόγ. δάσ(ος) -ο- + -φιλος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δασοφύλακας ο [δasofílakas] Ο5 : υπάλληλος της δασικής υπηρεσίας επιφορτισμένος με τη φύλαξη του δάσους.

[λόγ. δάσ(ος) -ο- + -φύλακας μτφρδ. γαλλ. guarde forestier]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δασοφυλακή η [δasofilakí] Ο29 : 1. κρατική υπηρεσία που φροντίζει για τη φύλαξη των δασών. 2. το σύνολο των υπαλλήλων της δασοφυλακής.

[λόγ. δασο(φύλαξ) -φυλακή]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δασόφυτος -η -ο [δasófitos] Ε5 : που καλύπτεται από δάση: Δασόφυτη πλαγιά.

[λόγ. δάσ(ος) -ο- + -φυτος]

[Λεξικό Κριαρά]
δασυγένειος, επίθ.
  • Που έχει πυκνά γένεια:
    • (Ερμον. Δ 98).

[<επίθ. δασύς + ουσ. γένειον. Η λ. τον 4.-5. αι. (DGE)]

[Λεξικό Κριαρά]
δασύθριξ, επίθ.
  • Που έχει πυκνές τρίχες:
    • (Ερμον. Δ 231).

[μτγν. επίθ. δασύθριξ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δασύνω [δasíno] -ομαι Ρ8.1 : (γραμμ.) στο πολυτονικό σύστημα γραφής της ελληνικής, βάζω δασεία στο αρχικό φωνήεν ή στο δίψηφο μιας λέξης: Όλες οι λέξεις που αρχίζουν από ύψιλον δασύνονται. Οι δασυνόμενες λέξεις.

[λόγ. < ελνστ. δασύνω (αρχ. δασύνομαι `είμαι δασύτριχος΄)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δασύς -εία -ύ [δasís] Ε7α : (γλωσσ.) που προφέρεται με παχιά πνοή: Δασείς φθόγγοι. Δασέα σύμφωνα. Δασύ πνεύμα. || (ως ουσ.) τα δασέα, τα δασέα σύμφωνα.

[λόγ. < αρχ. δασύς (δασέα σύμφωνα: δες Φ, Θ, Χ)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δασύς -ιά -ύ [δasís] Ε7 : 1. που αποτελείται από πυκνό τρίχωμα: Δασιά φρύδια / γένια. || που έχει πυκνό τρίχωμα: Δασιά στήθη. 2. που έχει πυκνό φύλλωμα: Δασύ φύλλωμα. Δασιά πλατάνια. || ~ ίσκιος, ίσκιος από δασύ φύλλωμα.

[αρχ. δασύς]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δασύτητα η [δasítita] Ο28 : (γλωσσ.) η ιδιότητα του δασέος φθόγγου: Aνομοιωτική αποβολή της δασύτητας.

[λόγ. < αρχ. δασύτης, αιτ. -ητα]

< Προηγούμενο   1... 24 25 [26] 27 28 ...363   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες