Παράλληλη αναζήτηση
| 2.393 εγγραφές [1951 - 1960] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γουρουνότριχα η.
-
- Γουρουνότριχα:
- φρύδια … μακρά και άγρια σαν γουρουνότριχες (Μπερτόλδος 6).
[<ουσ. γουρούνι + τρίχα. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- Γουρουνότριχα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γουρουνοτσάρουχο το [γurunotsáruxo] Ο41 : είδος παπουτσιού που το φορούσαν οι χωρικοί των ορεινών περιοχών, φτιαγμένο από ακατέργαστο δέρμα γουρουνιού: Φορούσε κάτι γουρουνοτσάρουχα, χοντρά και άκομψα παπούτσια.
[γουρουνο- + τσαρούχ(ι) -ο]
[Λεξικό Κριαρά]
- γουρώνιν το,
- βλ. γουρούνιν.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γουστάρω [γustáro] & γουστέρνω [γustérno] Ρ6α : (λαϊκ.) λαχταρώ, επιθυμώ κτ. πολύ: Γουστάρισα / μου γούσταρε λίγο καρπούζι. Θα πάμε όπου γουστάρεις εσύ. Σήμερα ~ θάλασσα. || (μου) γουστάρει, (μου) αρέσει, είναι του γούστου (μου): Θα κάνω ό,τι μου γουστάρει χωρίς να ρωτήσω κανέναν. Δε μας γουστάρουν οι φάτσες τους. Aυτόν δεν τον ~. Άμα σου γουστάρει / άμα γουστάρεις
, απειλητικά, αν σου αρέσει, αν τολμάς.
[βεν. gustar(e) -ω· γουστ(άρω) μεταπλ. -έρνω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γουστέρα η [γustéra] Ο25 : (λαϊκότρ.) είδος σαύρας.
[< γουστερ(ίτσα) -α (αναδρ. σχημ.), επειδή θεωρήθηκε υποκορ.]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γουστερίτσα η [γusterítsa] & γκουστερίτσα η [gusterítsa] Ο25α : (λαϊκότρ.) σαύρα, ιδίως η μικρή.
[γου-: μσν. γουστερίτσα < σλαβ. gusteritsa· γκου-: αναδαν. < σλαβ. gusteritsa]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γούστο το [γústo] Ο39 : 1. η ιδιαίτερη ικανότητα και η κλίση που έχει κάποιος να ξεχωρίζει, να εκτιμά ή και να δημιουργεί το αισθητικά ωραίο, κυρίως σε πράγματα της καθημερινής ζωής: Nτύνεται πάντα με ~. Έχει φτηνό ~. Tου λείπει το ~. Είναι πράγματα φτηνού γούστου. Έχει καλό ~. Tο σπίτι είναι διακοσμημένο με το προσωπικό μου ~. 2α. η προτίμηση που δείχνει κάποιος για κτ. και με επέκταση η ευχαρίστηση που κάποιος ή κτ. μας προκαλεί: Έχει ακριβά γούστα. Δεν ξέρω τα γούστα του. Ο καθένας με τα γούστα του. Δεν έχουμε τα ίδια γούστα. Tο ντύσιμο είναι θέμα γούστου. (έκφρ.) δεν είναι / είναι του γούστου μου, (δε) μου αρέσει: Δεν είναι του γούστου μου να βγαίνω κάθε βράδυ. κάνω ~ κτ., μου αρέσει. κάνω ~, διασκεδάζω με κπ. ή με κτ. κάνω το ~ μου, κάνω ό,τι μου αρέσει. || (για κπ. ή για κτ.) που είναι διασκεδαστικός, ευχάριστος, χαριτωμένος· γουστόζος, γουστόζικος: Έχει πολύ ~ το μωρό. Όλη η ιστορία είχε πολύ ~. ΦΡ έχει ~ να
!, για κτ. που απευχόμαστε: Έχει ~ να βρέχει αύριο! Έχει ~ να μου ζητάει και ρέστα! β. ιδιοτροπία, καπρίτσιο: Θα το χαλάσει το παιδί της, γιατί του κάνει όλα του τα γούστα. (έκφρ.) (έτσι) για ~, χωρίς ιδιαίτερο λόγο, απλά για ευχαρίστηση. χάρη γούστου, χωρίς ιδιαίτερο λόγο. ΦΡ ~ μου (και) καπέλο μου!, έτσι θέλω να κάνω.
[βεν. gusto]
[Λεξικό Κριαρά]
- γούστο το.
-
- Επιθυμία, χατίρι:
- φορεσάν είντα λοής γροικάς άλλη να βάλω, που να μπορώ το γούστο τση να κάμω το μεγάλο; (Φορτουν. Γ´ 760).
[<βεν. gusto. Η λ. και σήμ.]
- Επιθυμία, χατίρι:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γουστόζικος -η -ο [γustózikos] Ε5 : για κτ. που είναι διασκεδαστικό, ευχάριστο, χαριτωμένο: Γουστόζικο αστείο. Mιλούσε με γουστόζικο τρόπο. || Γουστόζικο καπελάκι / φουστάνι.
γουστόζικα ΕΠIΡΡ: Mας τα διηγήθηκε πολύ ~. [γουστόζ(ος) -ικος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γουστόζος ο [γustózos] Ο18 θηλ. γουστόζα [γustóza] Ο25α : αυτός που είναι ευχάριστος, χαριτωμένος, διασκεδαστικός. || (ως επίθ.): ~ άνθρωπος.
[βεν. gustoso -ς· γουστόζ(ος) -α]



