Παράλληλη αναζήτηση
| 60 εγγραφές [21 - 30] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γκαζόλαμπα η [gazólamba] Ο27α : λάμπα πετρελαίου: Στο καταφύγιο είχαμε μόνο γκαζόλαμπες.
[γκάζ(ι) -ο- + λάμπα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γκαζόν το [gazón] Ο (άκλ.) : χαμηλή χλόη που καλλιεργείται σε κήπους και πάρκα: Kουρεύω το ~. Mην πατάτε το ~.
[λόγ. < γαλλ. gazon]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γκαζοντενεκές ο [gazodenekés] & γκαζοτενεκές ο [gazotenekés] Ο13 : είδος ορθογώνιου δοχείου από λαμαρίνα με ορισμένη χωρητικότητα· τενεκές: Ένας ~ χωράει περίπου δεκαεφτά κιλά λάδι.
[γκάζ(ι) -ο- + ντενεκές, τενεκές]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γκαζώνω [gazóno] -ομαι Ρ1 : 1. (προφ.) πατώ απότομα το γκάζι του αυτοκινήτου, της μηχανής κτλ.: Γκάζωσε και εξαφανίστηκε από μπροστά μου. || (επέκτ.) οδηγώ με υπερβολική ταχύτητα: Έφυγε γκαζωμένος. 2. (μτφ., λαϊκ.) επιπλήττω κπ. για κτ. που δεν έκανε.
[γκάζ(ι) -ώνω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γκάιντα η [gáida] Ο25α : πνευστό μουσικό όργανο που αποτελείται από ένα δερμάτινο ασκό και από αυλούς.
[τουρκ. gayda]
[Λεξικό Κριαρά]
- γκαιρός ο,
- βλ. καιρός.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γκαλά το [galá] Ο (άκλ.) : επίσημο δείπνο ή δεξίωση προς τιμήν προσωπικοτήτων, καλλιτεχνών κτλ.
[λόγ. < γαλλ. gala]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γκαλερί η [galerí] Ο (άκλ.) : ειδική αίθουσα, όπου διοργανώνονται εκθέσεις και όπου πωλούνται έργα τέχνης.
[λόγ. < γαλλ. gallérie]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γκαλερίστας ο [galerístas] Ο3 : ο ιδιοκτήτης γκαλερί.
[ιταλ. gallerista -ς]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γκάλοπ το [gálop] Ο (άκλ.) : δημοσκόπηση.
[λόγ. < αγγλ. gallup (poll) < ανθρωπων. G. H. Gallup (Aμερικανός στατιστικολόγος)]



