Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γαληνός, επίθ.· αγαληνός.
-
- 1) (Προκ. για λιμάνι) ήρεμος, ήσυχος·
- (εδώ σε μεταφ.):
- όρμος συ γαρ ο γαληνός πάντων των εν ανάγκαις (Προδρ. III 44 χφ P κριτ. υπ).
- (εδώ σε μεταφ.):
- 2) Ήπιος, γλυκός:
- έναι τόσον ευγενής και γαληνός τῃ φύσει (Σοφιαν., Κωμωδ. Ricchi 195)·
- Ήθος σεμνόν και γαληνόν (Σπαν. V 140).
- 3) (Προκ. για ομιλία) σιγανός:
- γροικούσι και εμιλιές … πολλά αγαληνές (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 408).
- 4) Ο υπερθ. βαθμός ως τιμητικός τίτλος·
- α) (προκ. για πρόσωπο):
- Αφέντη γαληνότατε κι ύψιστε βασιλιά μου (Ροδολ. Γ´ 359)·
- β) (προκ. για το βενετικό κράτος):
- γαληνοτάτη Αυθεντία της Βενετίας (Σουμμ., Ρεμπελ. 158).
- α) (προκ. για πρόσωπο):
- Το ουδ. ως ουσ. = γαλήνη:
- (Δούκ. 1914).
- Η λ. ως κύρ. όν.:
- (Φορτουν. Α´ 156).
[αρχ. επίθ. γαληνός. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]
- 1) (Προκ. για λιμάνι) ήρεμος, ήσυχος·



