Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Γ*
2.393 εγγραφές [2241 - 2250]
[Λεξικό Κριαρά]
γύμνια η· γυμνιά· εγδυμνιά.
  • Γυμνότητα:
    • Φύλλα συκής μαζώνουσιν, χώνουν την εγδυμνιάν τους (Χούμνου, Κοσμογ. 81).

[<επίθ. γυμνός + κατάλ. ια. Ο τ. γυμνιά στο Somav. Ο τ. εγδυμνιά στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ). Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
γυμνιάδα η· εγδυμνιάδα.
  • Γύμνια:
    • η καρδιά μου τρομάσσει … από την εγδυμνιάδα (Φαλιερ., Ιστ. 105).

[<ουσ. γύμνια αναλογ. με ουσ. σε άδα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γυμνικός -ή -ό [jimnikós] Ε1 : Γυμνικοί αγώνες, στους οποίους οι αθλητές αγωνίζονταν γυμνοί.

[λόγ. < αρχ. γυμνικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γυμνισμός ο [jimnizmós] Ο17 : η άποψη σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος πρέπει να ζει γυμνός κοντά στη φύση. || η εφαρμογή αυτής της άποψης: Kάθε καλοκαίρι κάνουν γυμνισμό. Aπαγορεύεται ο ~.

[λόγ. γυμν(ός) -ισμός μτφρδ. γαλλ. nudisme (-isme = -ισμός)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γυμνιστής ο [jimnistís] Ο7 θηλ. γυμνίστρια [jimnístria] Ο27 : οπαδός του γυμνισμού: Kατασκήνωση γυμνιστών.

[λόγ. γυμν(ός) -ιστής μτφρδ. γαλλ. nudiste (-iste = -ιστής)· λόγ. γυμνισ(τής) -τρια]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γυμνο- [jimno] & γυμνό- [jimnó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & γυμν- [jimn], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις. 1. δηλώνει ότι είναι γυμνό, χωρίς το ανάλογο ρούχο, εσώρουχο κτλ., το μέρος του σώματος που εκφράζει το β' συνθετικό: γυμνόκωλος, ~πόδαρος, γυμνόσωμος· γυμνόστηθη. 2. (επιστ.) δηλώνει την απουσία του χαρακτηριστικού στοιχείου που συνήθ. συνοδεύει αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: γυμνόκαρπος, γυμνόρριζος· ~κέφαλος, γυμνόφθαλμα.

[1: μσν. γυμν(ο)- θ. του επιθ. γυμν(ός) -ο- ως α' συνθ.: μσν. γυμνο-κέφαλος `ξεσκούφωτος΄· 2: λόγ. < ελνστ. γυμν(ο)- θ. του αρχ. επιθ. γυμνό(ς) (πρβ. αρχ. γυμνο-παιδίαι: σπαρτιατική γιορτή): ελνστ. γυμνό-καρπος & διεθ. gymn(o)- < ελνστ. γυμν(ο)-: γυμνό-σπερμα < νλατ. gymnosperma]

[Λεξικό Κριαρά]
γυμνοκέφαλος, επίθ.
  • Που έχει ακάλυπτο το κεφάλι, ασκεπής:
    • το άγιον λείψανον … ανέσπασεν γυμνοκέφαλος (Συναδ. φ. 77v).

[<επίθ. γυμνός + ουσ. κεφάλι. Η λ. στο Lampe και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ)]

[Λεξικό Κριαρά]
γυμνοξυπόλυτος, επίθ.
  • Γυμνός:
    • όταν γυμνοξυπόλυτος απόκρισην θα δώκεις (Αλφ. (Μπουμπ.) II 32).

[<επίθ. γυμνός + ξυπόλυτος]

[Λεξικό Κριαρά]
γυμνόποδας, επίθ.
  • Που έχει ακάλυπτα τα πόδια του, ξυπόλυτος:
    • (Ημερολ. 59).

[μτγν. επίθ. γυμνόπους (DGE)· πβ. και μτγν. ουσ. γυμνοπόδης. Η λ. στο Βλάχ.]

[Λεξικό Κριαρά]
γυμνός, επίθ.· γδυμνός· εγδυμνός· εγυμνός.
  • 1)
    • α) Που δε φορεί κ.:
      • (Ιστ. Βλαχ. 1059
      • έκφρ. γυμνό κοπέλι = ο Έρωτας:
        • (Ερωτόκρ. Α´ 1222
    • β) άοπλος:
      • (Ζήν. Πρόλ. 185).
  • 2)
    • α) (Συνεκδ.) άγονος, φτωχός:
      • Ω Αρκαδιά … γυμνή κι ακληρισμένη (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [325]
    • β) (μεταφ.) στερημένος από κ.:
      • από τιμές πολλά γδυμνοί (Φορτουν. Πρόλ. 30
    • γ) απαλλαγμένος από κ.:
      • γυμνός απ’ αμαρτίαν (Πένθ. θαν. 370
    • δ) αβοήθητος, εγκαταλελειμμένος:
      • η ψυχή μένει γυμνή (Αλφ. (Μπουμπ.) III 15).
  • 3)
    • α) (Προκ. για σπαθί) που είναι έξω από την θήκη του ή το κάλυμμά του:
      • (Μαχ. 29038
    • β) ακάλυπτος:
      • κεφαλήν … γδυμνή (Ερωτόκρ. Β´ 2011).
  • 4) Φρ. αποσκευάζω κ. γυμνόν, βλ. αποσκευάζω I φρ.

[αρχ. επίθ. γυμνός. Οι τ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ). Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   1... 223 224 [225] 226 227 ...240   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες