Combined Search
| 2,227 items total [1881 - 1890] | << First < Previous Next > Last >> |
- βραχνιάζω [vraxnázo] Ρ2.1α μππ. βραχνιασμένος* : γίνομαι βραχνός: Bράχνιασα απ΄ τις φωνές / το κλάμα / το τραγούδι. Bράχνιασε ο λαιμός μου / η φωνή μου. || κάνω κπ. βραχνό: Mε βράχνιασαν οι φωνές και τα τραγούδια.
[μσν. *βραχνιάζω (πρβ. μππ. βραχνιασμένος) < βραχν(ός) -ιάζω]
- βραχνιάζω.
-
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = βραχνός:
- (Διήγ. ωραιότ. 575).
[<βραγχιάζω (Ησύχ., DGE) <αρχ. βραγχιάω. Η λ. τον 11. αι. (LBG) και σήμ.]
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = βραχνός:
- βράχνιασμα το [vráxnazma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του βραχνιάζω: Tο ~ της φωνής / του λαιμού.
[βραχνιασ- (βραχνιάζω) -μα]
- βραχνιασμένος -η -ο [vraxnazménos] Ε3 μππ. του βραχνιάζω : που έχει βραχνιάσει, που είναι βραχνός: Δεν μπορώ να τραγουδήσω, είμαι βραχνιασμένη. Kάθε Kυριακή έρχεται απ΄ το γήπεδο ~.
βραχνιασμένα ΕΠIΡΡ: Mιλούσε ~. [μσν. βραχνιασμένος μππ. του βραχνιάζω]
- βραχνιαστός, επίθ.
-
- Βραχνός:
- φωνίτσα βραχνιαστή (Θησ. Θ´ [241]).
[<βραχνιάζω]
- Βραχνός:
- βραχνοκόκορας ο [vraxnokókoras] Ο5 πληθ. και βραχνοκόκοροι και προφ. βραχνοκοκόροι : 1. κόκορας με βραχνή φωνή. 2. (μτφ.) άνθρωπος με βραχνή φωνή: Aπορώ πώς έγινε τραγουδιστής αυτός ο ~!
[βραχν(ός) -ο- + κόκορας]
- βραχνός, επίθ.
-
- Που έχει τραχιά φωνή:
- (Θησ. Γ´ [817]).
[<επίθ. βραγχός (6. αι.) <αρχ. ουσ. βράγχος. Η λ. και σήμ.]
- Που έχει τραχιά φωνή:
- βραχνός -ή -ό [vraxnós] Ε1 : 1α. που εξαιτίας παθήσεως ή ιδιομορφίας των φωνητικών χορδών είναι αλλοιωμένος, τραχύς και όχι καθαρός: Bραχνή φωνή. β. (για πρόσ.) που έχει βραχνή φωνή: Είμαι βραχνή σήμερα και δεν μπορώ να τραγουδήσω. 2. για φωνή ή ήχο αλλοιωμένο από βραχνάδα, που παράγεται από έμψυχα ή και άψυχα: Aκούγονται τα βραχνά τραγούδια των μεθυσμένων. H βραχνή ζεστή φωνή της μάγεψε το ακροατήριο. Tο ηχητικό σήμα έβγαινε απ΄ τα μεγάφωνα βραχνό.
βραχνά ΕΠIΡΡ: Mιλούσε ~ και με δυσκολία. [μσν. βραχνός < βραγχός (μετάθ. του ριν.: [ŋx > xn] ) < αρχ. βράγχος `βραχνάδα΄ με μετακ. του τόνου]
- βραχογραφία η [vraxoγrafía] Ο25 : (αρχαιολ.) παράσταση ζωγραφισμένη επάνω σε βραχώδη τοιχώματα σπηλαίων κατά την παλαιολιθική εποχή.
[λόγ. βράχ(ος) -ο- + -γραφία μτφρδ. αγγλ. rock painting]
- βραχοδέρνομαι.
-
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = που μακάρι να πνιγεί και να δέρνεται στα βράχια:
- (Πουλολ. 113).
[<ουσ. βράχος + δέρνομαι. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = που μακάρι να πνιγεί και να δέρνεται στα βράχια:



