Παράλληλη αναζήτηση
| 2.227 εγγραφές [2171 - 2180] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βυζαστάρης, επίθ.· θηλ. βυζασταρά.
-
- Το θηλ. ως ουσ. = προβατίνα ή κατσίκα που θηλάζει:
- (Φορτουν. Γ´ 537).
[<ουσ. βυζαστής + κατάλ. ‑άρης. Το θηλ. και σήμ. κρητ. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Το θηλ. ως ουσ. = προβατίνα ή κατσίκα που θηλάζει:
- βυζαστερός, επίθ.
-
- (Προκ. για αρνί) που θηλάζει, του γάλακτος:
- (Παράφρ. Χων. 623).
[<αόρ. του βυζάνω + κατάλ. ‑τερός. Η λ. στο Meursius]
- (Προκ. για αρνί) που θηλάζει, του γάλακτος:
- βυζάστρια η· βυζάστρα.
-
- Αυτή που θηλάζει βρέφος, τροφός, παραμάννα:
- (Ερωτόκρ. Δ´ 891).
[μτγν. ουσ. βυζάστρια. Ο τ. στο Du Cange και σήμ. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Αυτή που θηλάζει βρέφος, τροφός, παραμάννα:
- βυζί το [vizí] Ο43 : (οικ.) 1. το εξωτερικό τμήμα του μαστού· στήθος: Mεγάλο / μικρό / σφιχτό / στρογγυλό / όρθιο / στητό / πεσμένο ~. Tα βυζιά της φούσκωσαν και βάρυναν απ΄ το γάλα. Tα μικρά γατάκια βύζαιναν αχόρταγα το γάλα από τα βυζιά της μάνας τους. || τα αντίστοιχα ατροφημένα όργανα που βρίσκονται στο στήθος του άντρα και των αρσενικών θηλαστικών ζώων: Tον βρήκε η σφαίρα πάνω απ΄ το αριστερό ~. 2. θηλασμός, βύζαγμα: Έχει ένα μωρό στο ~. Tο μωρό ζητάει ~. 3. ό,τι μοιάζει με βυζί ή με θηλή: Tα βυζιά του χταποδιού, οι θηλές των πλοκαμιών του, οι βεντούζες.
βυζάκι το YΠΟKΟΡ. βυζάρα η MΕΓΕΘ. βύζαρος ο MΕΓΕΘ. [μσν. βυζί(ν) < ελνστ. βύζιον ίσως υποκορ. του αρχ. *βυζ- `πληθώρα, φούσκωμα΄ (από ινδοευρωπαϊκή ρίζα, σύγκρ. αρχ. επίρρ. βύζην `πυκνά΄, ελνστ. βυζόν `πυκνό, μεγάλο΄, σανσκρ. bhuri `άφθονος΄, γερμ. Busen `βυζί, στήθος΄, αγγλ. bosom `στήθος΄)· βυζ(ί) -άρα· βυζ(ί) -αρος]
- βυζίν το· βυζί.
-
- 1)
- α) Μαστός γυναίκας:
- τω βυζών το γάλα (Ερωτόκρ. Δ´ 409)·
- έκφρ. απ’ το βυζί τση μάννας = από καταβολής:
- (Ερωτόκρ. Δ´ 1568)·
- β) (προκ. για άντρα):
- τ’ Αρίστου κοπανιά μπηχτή κοντά προς το βυζί του (Ερωτόκρ. Δ´ 1848).
- α) Μαστός γυναίκας:
- 2) Μαστός θηλυκού ζώου:
- (Φυσιολ. (Legr.) 24).
[μτγν. ουσ. βυζίον, σημιτ. προέλ. (Lampe, λ. ‑ια, DGE, λ. ‑ιον, L‑S Suppl., λ. βίζια, LBG)· βλ. Καραποτόσογλου 1983: 393-4. Ο τ. και σήμ. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1)
- βυζομάχαιρον το,
- βλ. βιτσομάχαιρον.
- βυζού η.
-
- Αυτή που έχει μεγάλους μαστούς·
- (εδώ προκ. για αίγα):
- (Διήγ. παιδ. 468).
- (εδώ προκ. για αίγα):
[<ουσ. βυζί + κατάλ. ‑ού. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Αυτή που έχει μεγάλους μαστούς·
- βυζούλι το.
-
- Μαστός (θωπευτ.):
- (Συναξ. γυν. 601).
[<ουσ. βυζί + κατάλ. ‑ούλι. Τ. ‑ούλ(ι) σήμ. ιδιωμ.]
- Μαστός (θωπευτ.):
- βυθίζω [viθízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. κάνω κτ. να κατεβεί στο βυθό, στον πάτο κυρίως της θάλασσας· βουλιάζω: Tο υποβρύχιο τορπίλισε και βύθισε την εχθρική κανονιοφόρο. Tο πλοίο βυθίστηκε μετά την πρόσκρουσή του σε ύφαλο. Aπομεινάρια βυθισμένων πλοίων. 2. κάνω κτ. να κατεβεί μερικά ή ολικά κάτω από την επιφάνεια νερού ή άλλου υγρού· βουτάω: Bύθισε το κεφάλι της στο νερό και κράτησε την αναπνοή της. Tο σώμα του ήταν βυθισμένο ως τη μέση στο βούρκο. 3 (μτφ.) α. κάνω κτ. να εισχωρήσει βαθιά κάπου: Bύθισε το μαχαίρι στο στήθος του, έμπηξε. || Bύθισε το βλέμμα του στο βάθος του ορίζοντα. β. (παθ.) απορροφιέμαι, παραδίδομαι ολοκληρωτικά σε κτ.: Bυθίστηκε στις σκέψεις του / στη σιωπή / στη μελέτη / στην αμαρτία / σ΄ ένα βαθύ ύπνο. γ. (παθ.) μπαίνω κάπου βαθιά, ώστε να μη φαίνομαι: Ο ήλιος βυθίστηκε στη θάλασσα κατακόκκινος, έδυσε. 4. κάνω κτ. να περιέλθει, να περιπέσει πλήρως σε μια (αρνητική) κατάσταση: H διακοπή του ηλεκτρικού ρεύματος βύθισε την πόλη στο σκοτάδι. H οικογένεια του νεκρού βυθίστηκε στο πένθος. || (παθ.) πέφτω σε λήθαργο, νάρκη, κώμα: Ο άρρωστος / ο τραυματίας / ο εγχειρισμένος είναι από χθες βυθισμένος.
[λόγ. < αρχ. βυθίζω]
- βυθίζω· βουθίζω.
-
- I. Ενεργ.
- 1)
- α) Ρίχνω στο βυθό, καταποντίζω κ. ή κάπ.:
- (Διγ. O 2870)·
- β) φρ. βυθίζω κάπ. στον Άδη = φονεύω:
- (Διγ. O 2136)·
- γ) βυθίζω κάπ. εις λογισμόν = ρίχνω κάπ. σε σκέψεις, σε φροντίδες:
- (Φαλιέρ., Ιστ. 17).
- α) Ρίχνω στο βυθό, καταποντίζω κ. ή κάπ.:
- 2)
- α) Καταστρέφω:
- να τον βυθίσεις παντελώς και να τον ακληρήσεις (Χρον. Μορ. P 4171)·
- β) καταστρέφομαι:
- (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 219).
- α) Καταστρέφω:
- 1)
- II. Μέσ.
- 1) Πέφτω σε λήθαργο, κοιμούμαι, ναρκώνομαι:
- ανεντρανίζω και θωρώ τον Νώε βυθισμένον (Βεν. 56).
- 2) Γκρεμίζομαι, καταποντίζομαι:
- (Χούμνου, Κοσμογ. 874).
- 1) Πέφτω σε λήθαργο, κοιμούμαι, ναρκώνομαι:
[αρχ. βυθίζω. Η λ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.



