Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Β
2.227 εγγραφές [2051 - 2060]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βροντή η [vrondí] Ο29 : ο ισχυρός και παρατεταμένος κρότος που συνοδεύει την αστραπή ή τον κεραυνό· μπουμπουνητό: Οι αστραπές κι οι βροντές με φοβίζουν πολύ. || (επέκτ.) για κάθε ισχυρό κρότο: Aκούστηκε μια τρομερή ~ κι όλοι βγήκαν απ΄ τα σπίτια τους τρομαγμένοι. Οι βροντές των κανονιών.

[αρχ. βροντή]

[Λεξικό Κριαρά]
βροντή η.
  • 1) Ο ισχυρός κρότος που συνοδεύει την αστραπή και τον κεραυνό:
    • (Ζήν. Ε´ 15
    • (σε μεταφ.):
      • τα δάκρυα του είχεν ποταμούς, βροντάς τους στεναγμούς του (Λίβ. Esc. 3804).
  • 2) Κάθε ισχυρός κρότος:
    • Φωνές, βροντές και μπαλοτιές, άνθρωπος να δακρύσει (Τζάνε, Κρ. πόλ. 1703).

[αρχ. ουσ. βροντή. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
βροντηδόν, επίρρ.
  • Βροντερά, δυνατά:
    • βροντηδόν αναστενάζων (Ερμον. Ξ 105b).

[μτγν. επίρρ. βροντηδόν]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βρόντημα το [vróndima] Ο49 : 1. η παραγωγή ισχυρού κρότου, ιδίως με χτύπημα: Aπό το ~ της εξώπορτας κατάλαβα πως έφυγε θυμωμένη. 2. ο ισχυρός κρότος που παράγεται ιδίως από χτύπημα: Mε ξύπνησε το ~ της πόρτας.

[μσν. βρόντημα < βροντη- (βροντώ) -μα (πρβ. αρχ. βρόντημα `βροντή΄)]

[Λεξικό Κριαρά]
βροντίζω.
  • Μπουμπουνίζω, κάνω θόρυβο σαν της βροντής:
    • (Κρασοπ. AO 29).
  • Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = πολύ δυνατός, βροντερός:
    • φωνήν … βροντισμένην (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε´ [1095]).

[<αόρ. του βροντώ. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
βροντισμός ο.
  • 1) Βροντή:
    • ως ήκουσεν τους βροντισμούς … σ’ αυτήν την καταπόντισην (Χούμνου, Κοσμογ. 1137).
  • 2) Μεγάλος κρότος, ισχυρός θόρυβος:
    • Δεν έπαυαν οι λουμπαρδιές … να ρίκτουν βόλια στα Χανιά με βροντισμόν μεγάλον (Διακρούσ. 7914).

[<αόρ. του βροντίζω + κατάλ. μός. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, λ. ημός)]

[Λεξικό Κριαρά]
βροντιστός, επίθ.
  • Χτυπημένος από κεραυνό (κατά Hesseling, Πεντ., σ. 423 από εσφαλμ. μετάφρ. εβρ. λ. αντί «χτυπημένος από χαλάζι, συνεκδ. κατάστικτος»):
    • τα βαρβάτα … κουκκωτά και βροντιστά (Πεντ. Γέν. XXXI 10).

[<βροντίζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βροντο- [vrondo] & βροντό- [vrondó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & βροντ- [vrond], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις. Iα. επιτείνει τη σημασία του β' συνθετικού: ~φωνάζω, ~χτυπώ. β. προσδίδει στο β' συνθετικό το χαρακτηριστικό του πολύ δυνατού ηχητικά: βροντόφωνος. II1. (επιστ.) δηλώνει ότι το β' συνθετικό αναφέρεται στα φαινόμενα που παρατηρούνται κατά τη διάρκεια μιας καταιγίδας: βροντόμετρο. 2. (παλαιοντ.) σε ονομασίες μεγάλων ζώων ή πτηνών που έχουν εξαφανιστεί: ~θήριο, βροντόρνιθες, βροντόσαυρος.

[Ι: αρχ. βροντο- θ. του ουσ. βροντ(ή) -ο- ως α' συνθ.: αρχ. βροντο-ποιός `που προκαλεί βροντές΄, ελνστ. βροντό-φωνος· ΙΙ: λόγ. < διεθ. bronto- < αρχ. βροντο-: βροντό-σαυρος < νλατ. brontosaurus]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βροντοκόπημα το [vrondokópima] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του βροντοκοπώ.

[βροντοκοπη- (βροντοκοπώ) -μα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βροντοκοπώ [vrondokopó] & -άω Ρ10.1α : παράγω ισχυρό κρότο, θόρυβο χτυπώντας κτ. συνεχώς: Mη βροντοκοπάς έτσι την πόρτα, θα τη σπάσεις.

[βροντο- + -κοπώ]

< Προηγούμενο   1... 204 205 [206] 207 208 ...223   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες