Παράλληλη αναζήτηση
| 2.227 εγγραφές [101 - 110] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- βάθος το.
-
- 1)
- α) Βαθύτητα, βάθος:
- τα βάθη … της σκοτεινής αβύσσου (Ζήν. Α´ 69)·
- το βάθος του νερού (Ερωτόκρ. Α´ 2128)·
- (μεταφ.):
- βάθος της σκλαβίας (Ιστ. Βλαχ. 2543)·
- βάθος απωλείας (Ιστ. Βλαχ. 2556)·
- βάθος ταπεινοσύνης (Σκλέντζα, Ποιήμ. 711)·
- (εμπρόθ. με τα ουσ. καρδιά, ψυχή ή και με παράλειψή τους επιτ.):
- θρηνήσαντες εκ βάθους (Διγ. Gr. 3666)·
- ευχάς εκ βάθους ψυχής (Διγ. Z 2187)·
- από βάθους της καρδίας αναστέναξεν (Διγ. Άνδρ. 3407)·
- έκφρ. του ύψου και του βάθου = προκ. για κ. ριψοκίνδυνο:
- απάνω κάτω πορπατώ του ύψου και του βάθου (Ερωτόκρ. Ε´ 164)·
- β) μία από τις τρεις διαστάσεις (αντίστοιχη με το μήκος και το πλάτος):
- Χριστέ μου, να εγίνουντον βουτσίν αντί ηλίου, προς την ευρυχωρίαν του να είχεν και το βάθος (Κρασοπ. AO 22).
- α) Βαθύτητα, βάθος:
- 2) Χαμηλός τόπος:
- ώρες στα ύψη πέτομαι κι ώρες στα βάθη μπαίνω (Πανώρ. Ε´ 56· Ερωτόκρ. Α´ 2).
- 3) Πυθμένας, βυθός:
- καράβια πνίγησαν …, ’φνίδια το βίος επόντισε κι επήγε εις τα βάθη (Βεντράμ., Φιλ. 256).
- 4) (Συνεκδ.) βαθιά νερά:
- σεβαίνω εις την θάλασσαν, … επέρασα το βάθος (Λίβ. P 2096· Χρον. Μορ. H 9207).
- 5)
- α) Λάκκος, βαθούλωμα:
- λάκκους στην γην και βάθη (Τζάνε, Κρ. πόλ. 27822)·
- β) βαθύ μέρος:
- πού νά βρω βάθος για να μπω; (Ζήν. Ε´ 213).
- α) Λάκκος, βαθούλωμα:
- 6) Αυτά που βρίσκονται κάτω από την επιφάνεια της γης:
- στα βάθητα της γης βούλεται να σε βάλει (Ερωτόκρ. Α´ 367).
- 7) (Στον πληθ.) ο κάτω κόσμος, ο Άδης:
- τα βάθη θέλουν ταραχθεί (Ρίμ. θαν. 60· Ζήν. Α´ 7).
- 8) Συμφορά, δυστυχία, βάσανο:
- αγάλια αγάλια η πεθυμιά μ’ έβανεν εις τα βάθη (Ερωτόκρ. Α´ 301)·
- εις τέτοια βάθη μ’ αφήνετε! (Ζήν. Ε´ 313).
- 9) (Προκ. για νοήματα) ουσιαστικό περιεχόμενο:
- Πού είν’ … της σοφίας η πηγή, βάθος των νοημάτων; (Ιστ. Βλαχ. 2432).
- 10) Έκφρ. εις βάθος = σε μακρινή απόσταση:
- Γέρος ακαταπόνετος εις βάθος ανεφάνη (Λίβ. Esc. 510).
[αρχ. ουσ. βάθος. Η λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Κριαρά]
- βαθουλός, επίθ.· βαθυλός.
-
- α) Λίγο βαθύς:
- εκάναν λάκκους βαθυλούς (Τζάνε, Κρ. πόλ. 2882)·
- β) που έχει βαθούλωμα:
- τόπους ραγισμένους και βαθουλούς, οπού τους άνοιξεν ο σεισμός (Ιερόθ. Αββ. 333).
[<επίθ. βαθύς + κατάλ. ‑ουλός. Ο τ. στο Βλάχ. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- α) Λίγο βαθύς:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βαθουλός -ή -ό [vaθulós] Ε1 : 1. που είναι κάπως βαθύς. ANT ρηχός: Bαθουλό πιάτο / ταψί. 2. που σχηματίζει κάποιο κοίλωμα.
[μσν. βαθουλός < βαθ(ύς) -ουλός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βαθούλωμα το [vaθúloma] Ο49 : 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του βαθουλώνω. 2. κοίλωμα, κοιλότητα: H σύγκρουση προκάλεσε ένα μεγάλο ~ στο φτερό του αυτοκινήτου.
[βαθουλώ(νω) -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βαθουλώνω [vaθulóno] -ομαι Ρ1 : 1. κάνω κτ. βαθουλό, κοιλαίνω. 2. γίνομαι βαθουλός, κοιλαίνομαι: Bαθούλωσαν τα μάτια του από την αδυναμία. Bαθουλωμένα μάγουλα.
[βαθουλ(ός) -ώνω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βαθουλωτός -ή -ό [vaθulotós] Ε1 : που είναι βαθουλός: Bαθουλωτά μάτια, που έχουν βαθιές κόγχες.
[βαθουλ(ός) -ωτός]
[Λεξικό Κριαρά]
- βάθρακας, βαθρακός, βαθραχός ο,
- βλ. βάτραχος.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βάθρο το [váθro] Ο39 : 1. υπερυψωμένη κατασκευή, που πάνω της στέκεται κάποιος ή στηρίζεται κτ.· βάση: Mαρμάρινο / πέτρινο ~ αγάλματος / προτομής. H κατασκευή στηρίχτηκε πάνω σε ξύλινα βάθρα. || (αρχιτ.) κάθετη τοιχοποιία, που στηρίζει συνήθ. γέφυρες ή αψίδες. 2. (μτφ.) α. στήριγμα, θεμέλιο: H βουλή είναι το ~ της Δημοκρατίας. (λόγ.) ΦΡ εκ βάθρων, ριζικά, εκ θεμελίων, άρδην: H κατάσταση πρέπει ν΄ αλλάξει εκ βάθρων· ΣYN ΦΡ εκ θεμελίων. β. διακεκριμένη θέση: Ο λαός τον κατέβασε από το ~ που τον είχε ανεβάσει, έπαψε να τον εκτιμάει, να τον εμπιστεύεται.
[λόγ. < αρχ. βάθρον]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βαθυ- [vaθi] & βαθύ- [vaθí], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & (λαϊκότρ.) βαθιο- [vaθ
o] & βαθιό- [vaθ ó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : το επίθ. βαθύς ως α' συνθετικό σε σύνθετα κυρίως επίθετα και τα παράγωγά τους. 1. προσδίδει την έννοια του βάθους στο β' συνθετικό: βαθύρριζος, ~χάρακτος· βαθύπεδο. || ~σκάφος, σκάφος ειδικό για μεγάλα βάθη. || βαθιόριζος. 2. δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο χαρακτηρίζεται από τη σκούρα, σκοτεινή απόχρωση του χρώματος που συνήθ. εκφράζει το β' συνθετικό: ~γάλανος, ~κόκκινος, ~πράσινος, ~πόρφυρος, βαθύχρωμος. || βαθιογάλαζος. 3α. επιτείνει τα χαρακτηριστικά της ιδιότητας, κατάστασης κτλ. που εκφράζει το β' συνθετικό: βαθύπλουτος, ~σέβαστος. β. προσδίδει την έννοια της πυκνότητας, της αφθονίας στο β' συνθετικό: βαθύδεντρος, βαθύσκιωτος, βαθύμαλλος. γ. προσδίδει στο β' συνθετικό την έννοια της εμβρίθειας, της βαθιάς και σοβαρής σκέψης: βαθύγνωμος, ~στόχαστος· ~γνωμία. || βαθιονόητος. [αρχ. βαθ(υ)- & λόγ. < αρχ. βαθ(υ)- θ. του επιθ. βαθύ(ς) ως α' συνθ.: αρχ. βαθύ-ρριζος, βαθύ-πλουτος & λόγ. < διεθ. bathy- < αρχ. βαθυ-: βαθυ-σκάφος < γαλλ. bathy scaphe· βαθιο-: βαθύ(ς) -ο-: βαθιό-ριζος (σύγκρ. λαϊκό τ. βαθιός)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βαθυγάλαζος -η -ο [vaθiγálazos] Ε5 : που έχει βαθύ, σκούρο γαλάζιο χρώμα.
[βαθυ- + γαλάζ(ιος) -ος]



