Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Βούλης
8 εγγραφές [1 - 8]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βούληση η [vúlisi] Ο33 : 1. σταθερή θέληση, επιθυμία για επιδίωξη και επίτευξη κάποιου σκοπού: Οι εκλογές εκφράζουν άμεσα τη λαϊκή ~. H κυβέρνηση έχει την πολιτική ~ να προχωρήσει σε αλλαγές. || (έκφρ.) κατά ~: α. όπως και όταν θέλει κάποιος: Ενεργεί κατά ~. β. (στρατ.) παράγγελμα που επιτρέπει ευχέρεια στην εκτέλεση κίνησης ή βολής: Πυρ κατά ~. (λόγ.) οικεία* βουλήσει. 2. (ψυχ.) ψυχική λειτουργία που εκδηλώνεται στην τάση για κτ. και στην προσπάθεια για την επίτευξη κάποιου σκοπού που επιλέχθηκε και αποφασίστηκε συνειδητά: Iσχυρή / ασθενής ~. H ελευθερία της βουλήσεως προϋποθέτει δυνατότητα επιλογής. Ο πόθος, η ευχή, η επιθυμία είναι εκδηλώσεις της ανθρώπινης βούλησης.

[λόγ. < αρχ. βούλη(σις) -ση]

[Λεξικό Κριαρά]
βουλησιά η· βουλησά.
  • Κατάρρευση, γκρέμισμα:
    • (Χούμνου, Κοσμογ. 1130).

[<βουλώ + κατάλ. σιά. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βουλησιαρχία η [vulisiarxía] Ο25 : (φιλοσ.) θεωρία και φιλοσοφική τάση που δίνει προτεραιότητα στη βούληση και στο συναίσθημα σε σχέση με το νου και τη νόηση· βουλησιοκρατία.

[λόγ. βούλησι(ς) + -αρχία απόδ. γαλλ. volon tarisme]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βουλησιαρχικός -ή -ό [vulisiarxikós] Ε1 : (φιλοσ.) που ανήκει ή που αναφέρεται στη βουλησιαρχία· βουλησιοκρατικός.

[λόγ. βουλησιαρχ(ία) -ικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βουλησιοκρατία η [vulisiokratía] Ο25 : (φιλοσ.) βουλησιαρχία.

[λόγ. βούλησι(ς) -ο- + -κρατία απόδ. γαλλ. volontarisme]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βουλησιοκρατικός -ή -ό [vulisiokratikós] Ε1 : (φιλοσ.) που ανήκει ή που αναφέρεται στη βουλησιοκρατία· βουλησιαρχικός.

[λόγ. βουλησιοκρατ(ία) -ικός]

[Λεξικό Κριαρά]
βούλησις (I) η.
  • Θέληση, επιθυμία:
    • εις ορισμόν και βούλησιν του ρηγός υποκλίθη (Κορων., Μπούας 59).

[αρχ. ουσ. βούλησις. Η λ. και σήμ. (η)]

[Λεξικό Κριαρά]
βούλησις (II) η.
  • Βούλιαγμα, καταβύθιση, εξαφάνιση (από σεισμό):
    • ο Κύριος … την Κρήτην εισε βούλησιν να φέρει (Σκλάβ. 224).

[<βουλώ + κατάλ. σις. Η λ. στο Somav.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες