Παράλληλη αναζήτηση
34.706 εγγραφές [34631 - 34640] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αψιμαχώ [apsimaxό] αψιμαχεί, (L)
- engage in light fighting or dispute, skirmish
[fr kath αψιμαχώ ← AG (Hyperides, 4th c. BC)]
- άψιμο το.
-
- Πυρετός, θέρμη:
- να σε δείρει ο Kύριος … με το άψιμο (Πεντ. Δευτ. XXVIII 22).
[<αόρ. του άφτω (<άπτω) + κατάλ. ‑ιμο. H λ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ.]
- Πυρετός, θέρμη:
- άψιμο [ápsimo] το,
- act of lighting or starting a fire, ignition (syn άναμμα 1, αφή 3):
- ~της καντήλας, του φούρνου, της φωτιάς
[fr postmed άψιμο ← άψιμον (attested in Karp, Cypr, Pont & Siphnos) & παράψιμον (pap) 'charm acting by means of touch', der of άφτω]
- act of lighting or starting a fire, ignition (syn άναμμα 1, αφή 3):
- αψιμυθίωτος, -η, -ο [apsimiθíotos] (L)
- ① not embellished w. cosmetics, not made up (syn αφτιασίδωτος 1):
- αψιμυθίωτο πρόσωπο
- ② fig free of superfluous embellishments, unadorned, unaffected, plain (syn in αφτιασίδωτος 2):
- έρχεται .. να προσθέσει μιαν ακόμη ταξιδιωτική μαρτυρία, .. την πιο απλή, την πιο αψιμυθίωτη (Diktaios) [fr kath (neol |
- Koumanoudis
[1875, 1897]) αψιμυθίωτος, cpd w. *ψιμυθιωτός (: AG ψιμυθιῶ)]
- ① not embellished w. cosmetics, not made up (syn αφτιασίδωτος 1):
- αψινθάτο [apsinθáto] το, (L) obsolesc
- fortified wine spiced w. wormwood and other herbs, vermouth (syn βερμούτ, near-syn αψέντι) [fr ByzG, LK (Alex. Trall. [3rd c. AD], Aëtius
[6th c. AD]) (also pap), ἀψινθᾶτον, der of ἄψινθος w. suff -ᾶτον]
- αψίνθη η.
-
- Tο φυτό άψινθος:
- αργαλικόν μετά αψίνθης … κοπανίσαντες (Oρνεοσ. αγρ. 55521).
[<ουσ. αψίνθιν με μεταπλ.]
- Tο φυτό άψινθος:
- αψίνθι(ο)ν το· αψίθιν.
-
- 1) Tο φυτό άψινθος:
- (Σταφ., Iατροσ. 4101).
- 2) Ποτό που παρασκευάζεται από το φυτό άψινθος:
- να έχω πικρίαν ερωτικήν παρά το αψίθιν πλέον (Λίβ. Sc. 2229).
[αρχ. ουσ. αψίνθιον. Βλ. και αψέντι. Τ. αψίθιον τον 8.-9. αι. (LBG). T. ’ψιθί τσακων. (ΙΛ, λ. αψίθι)]
- 1) Tο φυτό άψινθος:
- αψινθιά η [apsinθxá] Ο24 : ποώδες φυτό από το οποίο παράγεται το αψέντι.
[λόγ. επίδρ. στη λ. αψιθιά]
- αψινθία η· αψιθέα· αψιθία.
-
- Tο φυτό άψινθος:
- Aψινθίαν … βράσον ομού μετά ύδατος (Σταφ., Iατροσ. 8233· Iατροσόφ. 3712).
[<ουσ. αψίνθι(ο)ν + κατάλ. ‑ία. O τ. αψιθέα στο Meursius και σήμ. ιδιωμ. H λ. τον 6. αι. (L‑S)· βλ. και LBG]
- Tο φυτό άψινθος:
- αψίνθιο [apsínθio] το, (L) bot
- wormwood, Artemisia absinthium, Artemisia arborescens (syn in αψιθιά)
- ① alcoholic beverage produced fr the distillation of wormwood, absinthe (syn αψέντι, near-syn αψινθάτο)
[fr MG αψίνθιον ← K (also pap) ← AG (Hippocr +)]