Παράλληλη αναζήτηση
| 34.706 εγγραφές [34621 - 34630] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αψίκορος, -η, -ο [apsíkoros] (L)
- quickly sated or tired, changeable, fickle (near-syn ασταθής 2, αψίθυμος 2, ευμετάβλητος):
- είμαστε λαός ~κι ευκολομετάβλητος, ενθουσιαζόμαστε σήμερα, για ν' αποθαρρευτούμε αύριο (ChZalokostas) |
- είναι οι πιο αψίκοροι· λακίζουν στην πρώτη ευκαιρία (Terzakis) |
- δούλευε .. ανάλογα .. με το κέφι του, που ήταν ορμητικό και αψίκορο (Theotokas) |
- σύμβολο .. του αψίκορου και προχειρόλογου χαρακτήρα της ρωμαίικης ράτσας (Floros)
[fr kath αψίκορος ← K, AG (Plato, Aristotle etc), cpd of combin for ἁψί- & κόρος 'satiety, surfeit'; cf ἄκορος (Pindar), διάκορος (Herodot.), κατά- (Polyb.), Ξπέρ- (Ptol. Euerg. +), ἀπιστό- & ἀπληστό- (Orac. Sibyll.), τραπεζόκορος (Ps.-Phocyl. 91)]
- quickly sated or tired, changeable, fickle (near-syn ασταθής 2, αψίθυμος 2, ευμετάβλητος):
- αψιλία η [apsilía] Ο25 : (οικ.) αφραγκία.
[άψιλ(ος) -ία]
- αψιλία [apsilía] η,
- lack of money, pennilessness, penury (syn in αδεκαρία):
- ο δήμος .. αίρει τις αμαρτίες της αψιλίας, στην οποία τον έχει καταδικασμένον η κυβέρνηση (Psathas) |
- rembetiko song εντάξει τα κανόνισα, μα μέν' η απορία· | πώς θα γενούνε όλ' αυτά μ' αυτή την ~; (IPetrop)
[der of άψιλος w. suff -ία; cf αλαλία, αφιλία, δυσκολία, ποικιλία etc]
- lack of money, pennilessness, penury (syn in αδεκαρία):
- αψιλολόγητος, -η, -ο [apsilolόyitos]
- not examined in its minutest detail:
- δεν αφήνει τίποτε αψιλολόγητο
[cpd w. *ψιλολογητός (: ψιλολογώ)]
- not examined in its minutest detail:
- άψιλος -η -ο [ápsilos] Ε5 : (οικ.) άφραγκος.
[α- 1 ψιλ(ά) -ος]
- άψιλος, -η, -ο [ápsilos]
- having no money, penniless, broke (syn in αδέκαρος):
- έχεις τουλάχιστον καμιά ψιλή .. ή μας ήρθες ~εδώ μέσα; (Nirvanas)
[cpd w. τα ψιλά 'money' (cf syn τα λεπτά & λεφτά)]
- having no money, penniless, broke (syn in αδέκαρος):
- αψιμαχία η [apsimaxía] Ο25 : 1.ασήμαντη σύγκρουση ανάμεσα σε τμήματα αντίπαλων στρατιωτικών δυνάμεων· μικροσυμπλοκή: Aψιμαχίες εμπροσθοφυλακών. Επί αρκετές ημέρες οι αντίπαλοι στρατοί περιορίστηκαν σε αψιμαχίες. 2. (μτφ.) για αναμέτρηση, φιλονικία ή εριστική συζήτηση: Aψιμαχίες στο δικαστήριο / στη βουλή.
[λόγ. < ελνστ. ἁψιμαχία, αρχ. σημ.: `λογομαχία΄]
- αψιμαχία η.
-
- Kατηγορία:
- ουδέν καθαρίζει την αψιμαχίαν (Eλλην. νόμ. 54520).
[αρχ. ουσ. αψιμαχία. H λ. και σήμ.]
- Kατηγορία:
- αψιμαχία [apsimaçía] η, (L)
- light fighting or dispute, skirmish (syn μικροσυμπλοκή, near-syn ακροβολισμός 1):
- γλωσσική ~ |
- πολιτική ~ μεταξύ κυβερνήσεως και αντιπολιτεύσεως |
- ο νέος πόλεμος έρχεται, έφτασε, στην Iσπανία δίνεται η πρώτη ~ (Kazantz) |
- τα φυλάκια .. εγκαταλείφθηκαν ύστερα από την ~ (ADoxas) |
- από τούτες τις αψιμαχίες έβγαινε κερδισμένο πότε το 'να πότε τ' άλλο στρατόπεδο (Roufos) |
- ποιον ενδιαφέρουν οι ερωτικές αψιμαχίες σου; (Tsirkas) [fr kath αψιμαχία ← MG ← K (also pap) ← AG êψιμαχία (Aeschines +), der of êψίμαχος; cf àμαχία, àλληλο- (schol. Hom.), ïπλο- (Xen. +), πυγ- (Hom. +), σκια- (Philo +) & σκιο-, χειρομαχία (Eustathios 1716.3) etc.
- light fighting or dispute, skirmish (syn μικροσυμπλοκή, near-syn ακροβολισμός 1):
- αψιμαχώ [apsimaxó] Ρ10.9α : 1.(για τμήματα αντίπαλων στρατιωτικών δυνάμεων) συγκρούομαι, έρχομαι σε συμπλοκή. 2. (μτφ.) για αναμέτρηση, φιλονικία ή εριστική συζήτηση: Aψιμαχούσαν μέσα στο δικαστήριο.
[λόγ. < αρχ. ἁψιμαχῶ]



