Παράλληλη αναζήτηση
| 96 εγγραφές [21 - 30] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αχρειότητα η [axriótita] Ο28 : η ιδιότητα του αχρείου· αισχρότητα, αθλιότητα. || πράξη αχρεία: Σοκαρίστηκα από τις αχρειότητές του.
[λόγ. < ελνστ. ἀχρειότης, αιτ. -ητα `το ανώφελο΄ κατά τη σημ. της λ. αχρείος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αχρειότητα [axriόtita] η, (L)
- ① disgracefulness, wickedness, baseness, vileness (syn αισχρότητα 1, κακοήθεια):
- κείμενα υβριστικά και συκοφαντικά μέχρι αχρειότητος (Papatsonis) |
- ο άνθρωπος, το τέλειο ηθικό σκεύος, δε μπορεί να επικρατήσει επάνω στις δυνάμεις της αχρειότητας (Chatzinis, adapted)
- ② indecency, immorality, depravity, turpitude (syn ανηθικότητα, προστυχιά):
- δεν βαστάω να ξέρουν οι άλλοι την αχρειότητά μου (Karagatsis)
- ⓐ indecent or obscene act, indecency (syn ασέλγεια 1b):
- δεν αφήνουνε τους άντρες να δουλέψουνε με τα κουνήματά τους και τις τσαχπινιές τους .. και τις αχρειότητες (Theotokas)
[fr kath αχρειότης ← ByzG (CGL) ← K, der of ἀχρεῖος]
- ① disgracefulness, wickedness, baseness, vileness (syn αισχρότητα 1, κακοήθεια):
[Λεξικό Κριαρά]
- αχρειώ.
-
- 1) (Μέσ.) γίνομαι άχρηστος, χάνω τις ικανότητές μου:
- Επάν καταμάθῃς αχρειωθέντα τον ιέρακα και μηκέτι εις διωγμόν εξαρκούντα περδίκων (Ιερακοσ. 51520).
- 2) Καταστρέφω:
- εκ πετροβόλων μηχανημάτων πολλαί οικίαι … ηχρειώθησαν (Ψευδο-Σφρ. 38412).
- 3)
- α) Εξαχρειώνω:
- έφθειρα και ηχρείωσα ψυχήν μου τε και σώμα (Εις Θεοτ. 62)·
- β) (μέσ.) εξαχρειώνομαι:
- διά πόθον χαριντζίρισσας … τον εαυτόν σου απώλεσας αχρειωθείς τελείως (Διγ. Z 627).
- α) Εξαχρειώνω:
[μτγν. αχρειόω (DGE)]
- 1) (Μέσ.) γίνομαι άχρηστος, χάνω τις ικανότητές μου:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αχρεοκόπητος, -η, -ο [axreokόpitos] (sp. also αχρεωκόπητος)
- :
- λίγοι έμειναν αχρεοκόπητοι [fr kath αχρεοκόπητος ← K (pap |
- àχρεοκόπητος δύναμις 'free fr debt' PMag.Par. 1.527), cpd w. *χρεοκοπητός ( |
- χρεοκοπ΅ 'cut down a debt' [Plut. +] and ModG, this der of χρεοκόπος 'creditor, defaulting debtor'
[CGL])]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άχρεος, -η, -ο [áxreos] (L)
- ① not owing, not in debt (syn αχρέωτος 1a, ant χρεωμένος)
- ② free fr lien, mortgage or debt, unencumbered (syn αχρέωτος 1b,
[Λεξικό Γεωργακά]
- αχρεώστητα [axreóstita] adv (L)
- without there existing a real debt, without owing
[der of αχρεώστητος; cf kath αχρεωστήτως; perh in MG (M. Attaliates 77.8, 11th c.)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αχρεώστητος, -η, -ο [axreóstitos] (L)
- not owed, not payable, undue (ant οφειλόμενος L):
- η υποχρέωση αυτή υφίσταται ιδίως εξαιτίας μιας παροχής αχρεώστητης (Christidis AK)
[fr kath αχρεώστητος ← MG (M. Attaliates, 11th c.), cpd w. χρεωστητός (: χρεωστώ)]
- not owed, not payable, undue (ant οφειλόμενος L):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αχρέωτος -η -ο [axréotos] Ε5 : που δεν έχει χρεωθεί, που δεν τον έχουν χρεώσει, που δεν είναι χρεωμένος. 1. για κπ. που δε χρωστάει χρήματα. 2. (λογιστ.) για ποσό κτλ. που δεν το σημείωσαν στη χρεωστική στήλη: Aχρέωτα εμπορεύματα. || για ακίνητο, που δεν το έχουν υποθηκεύσει: Aχρέωτο σπίτι / χωράφι.
[λόγ. α- 1 χρεω- (δες χρεώνω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αχρέωτος, -η, -ο [axréotos]
- ① not owing, not in debt (syn άχρεος 1, ant χρεωμένος):
- ~ έμπορος |
- gnom μονάχα ο ~ είν' αλήθεια νοικοκύρης (Dimitrakos)
- ⓐ free fr lien, mortgage, or debt, unencumbered (syn άχρεος 2):
- αχρέωτο αμπέλι, σπίτι, χτήμα
- ② commerce not charged to the debit of, not debited (ant χρεωμένος)
[cpd w. *χρεωτός (: χρεώνω; MG χρεωμένος Assizes); cf ξεχρέωτος, αξεχρέωτος]
- ① not owing, not in debt (syn άχρεος 1, ant χρεωμένος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αχρηματία [axrimatía] η, (L)
- lack of money, pennilessness, penury (syn in αδεκαρία):
- μας δίνει ενδιαφέρουσες πληροφορίες .. για την ~
[fr kath αχρηματία ← K, AG 'want of money', der of ἀχρήματος w. suff -ία]
- lack of money, pennilessness, penury (syn in αδεκαρία):



