Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ατ
833 εγγραφές [441 - 450]
[Λεξικό Γεωργακά]
ατομικοποιημένος, -η, -ο [atomikopiiménos] (L)
  • adapted to individuals, individualized:
    • ο δάσκαλος πιστεύει σήμερα περισσότερο στην ατομικοποιημένη διδασκαλία (Geros)

[ppp of *ατομικοποιώ, cpd of ατομικός & -ποιώ; cf ant αποατομικοποιημένος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ατομικός 1 -ή -ό [atomikós] Ε1 : που αναφέρεται ή που ανήκει σε ένα άτομο και όχι στο σύνολο: Aτομικά και κοινωνικά δικαιώματα. Aτομικές ελευθερίες. Aτομική ιδιοκτησία, ιδιωτική, προσωπική. Aτομικές ενέργειες / προσπάθειες. ANT συλλογικός. Aτομικό συμφέρον. Aτομική πρωτοβουλία, ιδιωτική. Aτομική περίπτωση, ιδιαίτερη, συγκεκριμένη. || Aτομική ψυχολογία, που μελετά τις ψυχολογικές διαφορές που διακρίνουν τα άτομα. || (στρατ.): ~ οπλισμός, ο προσωπικός οπλισμός κάθε στρατιωτικού. Aτομικό όπλο, το προσωπικό όπλο κάθε στρατιωτικού. || (λογ.): Aτομική έννοια, που αναφέρεται σε ένα μόνο αντικείμενο. Aτομική κρίση, της οποίας το κατηγορούμενο αναφέρεται σε ένα μόνο υποκείμενο. ατομικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. άτομ(ον) 1 -ικός μτφρδ. γαλλ. individuel, personnel]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ατομικός 2 -ή -ό : που αναφέρεται στο άτομο της ύλης: Aτομική θεωρία. Οι ατομικοί φιλόσοφοι της αρχαιότητας. Aτομικό βάρος. ~ όγκος / αριθμός*. || (ειδικότ.) πυρηνικός: Aτομική φυσική / ενέργεια / βόμβα. ~ αντιδραστήρας / πόλεμος / επιστήμονας. Aτομικό εργοστάσιο / υποβρύχιο.

[λόγ. < γαλλ. atomique < atom(e) = άτομ(ον) 2 -ique = -ικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατομικός, -ή, -ό [atomikós] (L)
  • ① of or pertaining to a single individual, individual, particular, single (near-syn ιδιαίτερος, μοναχικός, ant γενικός, ομαδικός, συλλογικός):
    • ~ επίδεσμος, φωτισμός |
    • ατομική άσκηση, εκπαίδευση, προσπάθεια, πρωτοβουλία |
    • ατομική ευθύνη (ant συλλογική ευθύνη) |
    • ατομική ψυχολογία individual psychology |
    • ατομικό αντίσκηνο |
    • philos, logic ατομική έννοια (πρόταση) particular notion (proposition) (ant γενική έννοια) |
    • o ζωγράφος έκαμε ατομικές εκθέσεις |
    • μπορεί η ατομική ψυχή να συγχωνεύεται μέσα στην ψυχή του σύμπαντος (Evelpidis) |
    • το οικοδόμημα της κοινωνίας πήγαινε να διαλυθεί στ' ατομικά του στοιχεία (id.) |
    • προτιμά από επιδιώξεις ομαδικού προσηλυτισμού τις προσπάθειες ατομικού προσηλυτισμού (Dimaras)
  • ⓐ restricted or pertaining to a particular individual, personal, private, individual (syn ιδιωτικός, προσωπικός, ant δημόσιος, κοινός):
    • ~ λογαριασμός, φάκελος |
    • ατομική ανάγκη, δημιουργία, ιδιοκτησία, τεχνοτροπία, φυσιογνωμία |
    • ατομικές ελευθερίες, εμπειρίες, πεποιθήσεις, υποθέσεις |
    • ατομικό κέρδος, συμφέρον |
    • ατομικά συναισθήματα, χαρακτηριστικά |
    • αν η άποψή μου δεν ικανοποιεί αντικειμενικά, ας κριθεί σαν μια ατομική μαρτυρία (Theotokas) |
    • η επιστήμη .. δεν επιτρέπει κατωτερότητες και ατομικούς υπολογισμούς (Sifalakis) |
    • όπου γκρεμός έπρεπε να τόνε σκαρφαλώσουμε ζαλωμένοι τ' ατομικά μας είδη (Kasdaglis) |
    • εδώ τα κύματα των εντυπώσεών του γίνονται ατομικότερα (Diomatari)
  • ② phys of or pertaining to the atom, atomic:
    • ~ αριθμός, όγκος, πυρήνας |
    • ατομική αποσύνθεση, ενέργεια, θεωρία, φυσική |
    • ατομικό βάρος |
    • κέντρο ατομικών σπουδών
  • ⓑ pertaining to or utilizing atomic energy, atomic, nuclear (syn πυρηνικός):
    • ~ αντιδραστήρας, ηλεκτρισμός, κινητήρας, πόλεμος |
    • ατομική βόμβα |
    • ατομική διάσκεψη |
    • ατομική στήλη atomic pile |
    • ατομικό καταφύγιο, νέφος, υποβρύχιο |
    • ατομικά πειράματα |
    • κρατούσε μια διαμαρτυρία για τη χρήση των ατομικών όπλων (Thrylos) |
    • μπήκαμε κιόλας στην ατομική εποχή (Angelop)

[fr kath (neol: Koumanoudis) ατομικός, der of (Aristotle) ἄτομον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ατομικότητα η [atomikótita] Ο28 : η ιδιότητα του ατόμου 1 ή του ατομικού 1: H ~ μιας περίπτωσης.

[λόγ. ατομικ(ός) 1 -ότης > -ότητα]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατομικότητα [atomikόtita] η, (L)
  • ① distinctive or individualizing character or quality, individuality (syn ατομισμός 2):
    • έντονη, ζωντανή, καλλιτεχνική, πλούσια ~ |
    • ~ του λαού, του ποιητή, της τέχνης |
    • ~ του βουνού, του έργου, της πόλης, των σπιτιών |
    • η μόδα εξαφανίζει κάθε ~ (Papantoniou) |
    • ο φυσικός προφορικός λόγος .. καθρέφτιζε την κάθε ~ (Delmouzos) |
    • η ιστορία, όπως την καταλαβαίνουν οι μαρξιστές, .. προβάλλει τη μάζα και σκοτώνει την ~ (Evelpidis) |
    • anthrop οι διάφορες περιοχές της Κρήτης διατηρούν ακόμη την ατομικότητά τους (Poulianos)
  • ⓐ tendency to assert one's uniqueness or distinctiveness, individualism, individuality (syn ατομισμός 2b):
    • είχε ~, δεν άφηνε κανένα να του πάρει τον αέρα |
    • ξεπερνάν τα εκατό τα λογής λογής έντυπα, που κυκλοφορούν κρυφά· μανία της ατομικότητας του Έλληνα (ChZalokostas) |
    • είμαστε λαός με ιδιοσυγκρασία προς την ~ (Theodorakop)
  • ② individual person, personality (syn προσωπικότητα, χαρακτήρας, near-syn άτομο 3):
    • ο Μουσταφά Κεμάλ, .. ο βασιλιάς της εζάζης κλ, όλες αυτές οι φυσιογνωμίες δεν είναι απλώς ενδιαφέρουσες ατομικότητες (Kazantz) |
    • μόνον οι αγνές και δυνατές χαρούμενες ατομικότητες μπορούν, αν επιβληθούν, να επιτύχουν τη γενική ανόρθωση (Thrylos) |
    • οι ισχυρές ατομικότητες στέκονται κάτω από την πίεση αντικειμενικού αναγκασμού (Georgoulis)
  • ⓑ individual item, unit (near-syn μονάδα):
    • οι αριθμοί .. είναι ως ξεχωριστές ατομικότητες πεπερασμένοι, ενώ ως σύνολο μοιάζουν να 'ναι άπειροι (Kanellop)

[fr kath (neol: Koumanoudis) ατομικότης, der of ατομικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατομικώς [atomikós] adv (L)
  • ① individually, particularly, singly (syn in ατομικά 1):
    • milit βάλλουν ~ they fire individually |
    • η ψυχολογία της μορφής θεωρεί τα φαινόμενα στην οργανικότητα του συνόλου και όχι στα καθ' έκαστον μέρη, ~ λαμβανόμενα (Dizikirikis)
  • ② personally, privately, individually (syn in ατομικά 2):
    • είναι ~ υπεύθυνος |
    • ήθελε να του δώσω ~ εγγύησιν ότι δεν θα κάμω πειρατείες (Makryg) |
    • εγώ ~ μπορεί να βρίσκομαι σε πλάνη υποστηρίζοντας αυτά που υποστηρίζω (Tzartzanos)

[fr kath (neol: Koumanoudis) ατομικώς, der of kath ατομικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ατομισμός ο [atomizmós] Ο17 : α.η στάση και η συμπεριφορά του ατομιστή· φιλοτομαρισμός, εγωισμός, εγωπάθεια, εγωκεντρισμός. ANT αλτρουισμός. β. η συνείδηση της ατομικότητάς μας, της ελευθερίας και της αξιοπρέπειας που πηγάζει από αυτήν· υπερηφάνεια: Mη θίγεις τον ατομισμό του άλλου.

[λόγ. άτομ(ον) 1 -ισμός μτφρδ. γαλλ. individualisme]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατομισμός [atomizmós] ο, (L)
  • ① study or theory concerned w. or centered on individuals, individualism (syn ατομικισμός 2, ατομοκρατία, ant ομαδισμός):
    • μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο .. παρουσιάσθηκε γενικώς μια στροφή προς τον υποκειμενισμό, προς τον ατομισμό (Theodorakop) |
    • σήμερα ο ουμανισμός κι ο ~ της Δύσης, η φυσιοκρατία και η απροσωπία της Μακρινής Ανατολής βρίσκονται σε στενή επαφή (Evelpidis)
  • ② distinctive or individualizing character or quality, individuality (syn ατομικότητα 1):
    • αφαιρεί τα ονόματα από τους δραματικούς ήρωές του· τους αφαιρεί τον ατομισμό, τους γενικοποιεί σε τύπους (Athanasiadis-N)
  • ⓐ tendency to assert one's uniqueness or distinctiveness, individualism, individuality (syn ατομικότητα 1b):
    • ο ρομαντισμός [είναι] επίδειξη του αντικοινωνικού .. και ανταρτικού ατομισμού (Palam) |
    • τα παιδιά μεγαλώνουν με κάποιο ατομισμό, που .. θα είναι σίγουρα αδιάφορος για την κοινωνία (Saratsis, adapted)
  • ③ self-centeredness, selfishness, individualism, egotism (syn in ατομικισμός 1):
    • ο άνθρωπος μπορεί να σπάσει τα δεσμά του ατομισμού και να υπηρετήσει τις ανάγκες όλων (Athanasiadis-N) |
    • η αγάπη προς το διπλανό του συμπολεμιστή παραγνωρίζει τον άγριο ατομισμό της προσπάθειας για την αυτοσυντήρηση (Sachinis, adapted)
  • ④ philos doctrine that the physical or mental universe is composed of ultimately unanalyzable and irreducible entities, atomism

[fr kath (neol: Koumanoudis) ατομισμός, der of άτομον on basis of Fr atomisme]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατομιστής [atomistís] ο, (L)
  • ① believer in the importance or study of individuals, individualist (syn ατομικιστής 2):
    • ο P. είναι ένας ~, .. που πιστεύει στο άτομο και το δοξολογεί (Sachinis)
  • ② assertively independent or self-reliant person, individualist:
    • ασύντακτος και απείθαρχος ~, .. ο αστός διατηρούσε την πνευματική του ελευθερία (Tsatsos) |
    • ο Έλλην αγρότης είναι ~· δεν είναι αγελαίον ον .. και δεν υποτάσσεται εύκολα σε ξένα κηρύγματα (DPetrop) |
    • in adj function, philos εμφανίζει κατάφωρη την ηθικά στενή προοπτική του ατομιστή ανθρώπου (Despotop)
  • ③ philos adherent of atomism, atomist:
    • εξυμνούν τους παλιούς φιλοσόφους, που ήταν υλιστές ή ατομιστές (Lambridi)

[fr kath (neol: Koumanoudis) ατομιστής, der of Fr atomiste]

< Προηγούμενο   1... 43 44 [45] 46 47 ...84   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες