Παράλληλη αναζήτηση
| 833 εγγραφές [221 - 230] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ατηγάνιστος, -η, -ο [atiγánistos] (& ατηγάνητος)
- not fried, unfried (ant τηγανητός, τηγανισμένος):
- ατηγάνιστες πατάτες |
- ατηγάνιστο κοτόπουλο, κρέας, ψάρι
[fr postmed (Somavera) ατηγάνιστος, cpd w. *τηγανιστός (: τηγανίζω)]
- not fried, unfried (ant τηγανητός, τηγανισμένος):
- άτηκτος, -η, -ο [átiktos] (L) chem
- ① unmelted (syn άλιωτος 1):
- άτηκτο μέταλλο
- ② which cannot be liquefied by heat, infusible
[fr kath άτηκτος ← AG ἄτηκτος 'not melted' (Plato +), this cpd w. AG (Eurip) τηκτός; cf εύτηκτος, δύστηκτος etc]
- ① unmelted (syn άλιωτος 1):
- ατηλεγράφητος, -η, -ο [atileγráfitos] (L)
- not sent by telegram, not cabled:
- ατηλεγράφητη είδηση
[fr kath (neol) ατηλεγράφητος, cpd w. τηλεγραφητός (: τηλεγραφώ)]
- not sent by telegram, not cabled:
- ατημελησία η [atimelisía] Ο25 : η ιδιότητα του ατημέλητου.
[λόγ. < μσν. ατημελησία < ατημέλη(τος) -σία]
- ατημελησία [atimelisía] η, (L) (& ατημελησιά)
- :
- το σονέτο είναι ο μέγας εχθρός της ατημελησίας (Melas) |
- κρατάει με κομψή και στέρεη ~ το βολάν (Terzakis) |
- φαντάζονται .. ότι η ιεροτελεστία μπορεί να διεξαχθεί και με ~ κι ακαλαισθησία (Thrylos) |
- παρατηρούμε μια αποκρουστική προχειρότητα και ~ στην έκφραση (Sachinis)
- ① untidiness, disorder, disarray (syn in ασυγυρισιά):
- τα γιούλια άνθιζαν .. μέσ' την ατημελησιά της κοιμισμένης πέτρας (Christomanos) |
- το πάρκο παίρνει .. την ~ |
- πάνω στις βιβλιοθήκες και τα τραπεζάκια ήσαν ριγμένα με σοφή ~ διάφορα .. αντικείμενα λαϊκής τέχνης (Karagatsis) |
- προσποιείται πως τακτοποιεί τάχα την ~ του πανταλονιού του (id.)
[fr kath (neol) ατημελησία bes ατημέλητος; cf ακρισία (: άκριτος), απαιδευσία (: απαίδευτος), απλυσία (: άπλυτος) etc]
- ατημέλητα [atimélita] adv
- carelessly, untidily, shabbily (syn ασυγύριστα 2, αφρόντιστα):
- ήταν ~ |
- όσο κομψές, φροντισμένες .. είναι οι νέες Αμερικανίδες, .. τόσο άγουστες και ~ πλούσιες .. δείχνουνται οι προχωρημένες στα χρόνια (Karantonis)
[der of ατημέλητος]
- carelessly, untidily, shabbily (syn ασυγύριστα 2, αφρόντιστα):
- ατημέλητος -η -ο [atimélitos] Ε5 : (για πρόσ. και εμφάνιση προσώπου) αφρόντιστος, απεριποίητος: Aτημέλητο ντύσιμο. Πίσω απο το ατημέλητο παρουσιαστικό της μάντευε κανείς μια σπάνια ομορφιά.
[λόγ. < αρχ. ἀτημέλητος]
- ατημέλητος, -η, -ο [atimélitos] (L)
- ① untidy, messy, unkempt (syn ακατάστατος 1b, απεριποίητος 2, αφρόντιστος):
- ατημέλητη γενειάδα, εμφάνιση, κομψότητα, περιβολή, φορεσιά |
- ατημέλητα μαλλιά |
- μια σκοτεινιά πλημμύριζε τα δωμάτια, που διακρίνονταν για κάτι το καλλιτεχνικά ατημέλητο (Karantonis)
- ⓐ untidily or shabbily dressed, ill-groomed, slovenly (syn ασυγύριστο 1b):
- ~ |
- με δέχτηκε πρώτα στη σάλα .. χλωμούτσικη και κάπως ατημέλητη (Xenop) |
- γυρνούσαμε αξύριστοι κι ατημέλητοι σαν αλήτες (Theotokas) |
- ατημέλητοι άνθρωποι φανερώνουν κάποτε πως ο εσωτερικός τους κόσμος είναι τόσο πλούσιος ώστε η πρόσοψη να είναι περιττή (Louros)
- ② fig careless, neglectful, slipshod, sloppy (syn ασυγύριστος 2, αφρόντιστος near-syn πρόχειρος):
- ~ |
- ατημέλητη καθαρεύουσα, σάτιρα, τέχνη |
- ατημέλητο στιχούργημα, ύφος
[fr kath ατημέλητος ← AG ἀτημέλητος]
- ① untidy, messy, unkempt (syn ακατάστατος 1b, απεριποίητος 2, αφρόντιστος):
- ατήραχτος, -η, -ο [atíraxtos] (& ατήραγος)
- ① unsupervised, unwatched, unobserved (syn L ανεπίβλεπτος, ανεπιτήρητος):
- άφησε τους εργάτες ατήραχτους
- ② fig receiving no assistance or relief, unsupported (near-syn ασυντήρητος 2):
- ατήραχτη οικογένεια |
- ατήραχτα ορφανά
[cpd w. *τηραχτός (: τηράζω)]
- ① unsupervised, unwatched, unobserved (syn L ανεπίβλεπτος, ανεπιτήρητος):
- ατήρητος, -η, -ο [atíritos] (L)
- not fulfilled or adhered to, unhonored, unkept:
- ~ |
- ατήρητη συνθήκη |
- αξιολογούν τις ιστορικές τραγωδίες αρχίζοντας με τις ατήρητες υποσχέσεις της συνόδου της Γιάλτας [fr kath ατήρητος ← MG (4th c.) & dial ατέρετος (Pontic
[Trapezous, Chaldia]), cpd w. *τηρητός (: τηρώ); cf AG τηρητέον (Plato +) & adj τηρητέος (Orig)]
- not fulfilled or adhered to, unhonored, unkept:



