Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Αστρί
20 εγγραφές [11 - 20]
[Λεξικό Γεωργακά]
άστρινος, -η, -ο [ástrinos] (& αστρινός, -ή, -ό)
  • ① of or pertaining to stars, starry (syn αστέρινος 1):
    • folkt η καλή νεράιδα .. γίνηκε άσπρο φως κι έσμιξε με τις άστρινες αχτίδες |
    • poem κι ας στάζει αγνή | κάθε αστρινή | αχτίδα μέσα στην καρδιά μας (Evangelidis)
  • ② star-filled, starry (syn αστεράτος 1):
    • folkt αναστένεται η M. με το φεγγαρήσιο πρόσωπο και τα άστρινα μάτια |
    • poem η νύχτα, καθώς πέφτει αγάλι αγάλι | από παντού, στον άστρινό της πέπλο | κεντάει την ομορφιά την υπερούσια (Xydis)

[der of άστρον w. suff -ινος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άστριοι οι [ástrii] Ο19 : (γεωλ.) ομάδα ορυκτών που περιέχουν αργίλιο και πυρίτιο και που έχουν μεγάλη εξάπλωση στη φύση.

[λόγ. πληθ. < ελνστ. ἄστριος `είδος πολύτιμου λίθου΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
άστριος [ástrios] ο, pl collect. άστριοι οι, (L) miner
  • feldspar

[fr kath άστριος ← LK ἄστριος (sc λίθος); cf Plin. Nat. 37.132 astrion]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αστρίτης ο [astrítis] Ο10 : είδος μικρού δηλητηριώδους φιδιού που συγγενεύει με την οχιά και ζει σε ξερά και ηλιόλουστα μέρη με αραιή βλάστηση.

[άστρ(ο) -ίτης]

[Λεξικό Γεωργακά]
αστρίτης [astrítis] ο, zoo
  • asp, viper, Vipera ammodytes (syn ασπίδα2, αστρογαλιά):
    • έχει μάτια σαν ~(or έχει μάτια αστρίτη) he is sharp-eyed |
    • κάτω από το φράχτη το σφύριγμα και η οργή του αστρίτη δεν έφταναν να μας ταράξουν τη χαρά του πόθου μας (Gryparis) |
    • με κοίταζε τώρα κατάματα και το μάτι της κάρφωνε, ~(Terzakis) |
    • folks. φίδια στρώνει το φάρο της κι οχιές τον καλιγώνει, | και τους αστρίτες τους κακούς τους βάνει φτερνιστήρια (NPolitis) |
    • φίδι να φάει τη γλώσσα σου κι ~το κορμί σου (DPetrop) |
    • poem κι είναι το σωθικό σας λιονταριού, το μάτι σας αστρίτη you have the guts of a lion, the eye of an asp (Kazantz Od 7.556) |
    • ο Xάρος την καρδιά του Διγενή | δαγκώνει σαν κακός ~(Skipis)

[der of MG αστρίτης (perh Martianus Capella gramm., 1.75 Dick: astrites), der of άστρον w. suff -ίτης]

[Λεξικό Κριαρά]
αστρίτσιν το,
βλ. αστρίκιν.
[Λεξικό Γεωργακά]
άστριφτα [ástrifta] adv, region.
  • without twisting (syn phr χωρίς στρίψιμο, ant στριφτά)

[der of άστριφτος]

[Λεξικό Γεωργακά]
άστριφτος, -η, -ο [ástriftos]
  • not twisted or spun, unspun (ant στριμμένος, στριφτός):
    • άστριφτη κλωστή |
    • άστριφτο μαλλί, μετάξι, νήμα, σκοινί |
    • τα δόντια του, όταν γέλαγε, ασπρίζανε .. κάτω απ' το μαύρο μουστακάκι, το άστριφτο ακόμα (Christomanos) |
    • poem από αλογήσια τρίχα όλη πλεγμένη | κι ως τέσσερεις οργιές διπλή μερσίνα, | στρογγυλή, γυαλικάτη, άστριφτη, φίνα (Mammelis)

[cpd w. στριφτός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αστρίφωτα [astrífota] adv
  • without hemming

[der of αστρίφωτος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αστρίφωτος, -η, -ο [astrífotos]
  • unhemmed (syn αρέλιαστος, ant στριφωμένος):
    • ~γιακάς, ποδόγυρος |
    • αστρίφωτο μανίκι, παντελόνι

[cpd w. στριφωτός]

< Προηγούμενο   1 [2]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες