Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Αρχοντής
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αρχοντήσιος, -α, -ο [arxondísjos]
  • noble, lordly, distinguished, (syn in αρχοντικός 1a):
    • poem δεν είμαι εγώ μαθές του πεταμού, κρατώ αρχοντήσια ρίζα (Kazantz Od 17.767)

[der of άρχοντας w. suff -ήσιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες