Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Αρχίας
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αρχιαστυνόμος [arçiastinόmos] ο, (L)
  • chief of police (syn phr L διευθυντής or διοικητής αστυνομίας):
    • πήγε .. ο ~του Aλή-πασά και πήρε τη γυναίκα του κυρ Δημητρού, την κυρά Φροσύνη (Petsalis) |
    • το μέγαρο .. χρησίμευε ως κατοικία .. του αρχιαστυνόμου και αρχιδικαστή της Φλορεντίας (KParaschos)

[fr kath (neol Koumanoudis)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες