Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Αντί
1.654 εγγραφές [571 - 580]
[Λεξικό Γεωργακά]
αντίκλητος [andíklitos] ο, (L) law
  • legal representative (during a trial), proxy:
    • διορίζω αντίκλητο

[fr kath (neol) αντίκλητος, cpd w. kath κλητός ← MG, LK]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντικλίμακα [andiklímaka] η, (& kath αντικλίμαξ) (L) rhet, theat etc
  • anticlimax (near-syn κοινοτοπία, πεζολογία):
    • μετά τη δραματική σύγκρουση της Όλγας με τον πατέρα της, το έργο συνεχίζεται με ~ στην τρίτη πράξη

[cpd w. κλίμαξ; cf Fr anticlimax]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντίκλινο το [andíklino] Ο40 : (γεωλ.) πτύχωση του εδάφους με κυρτά στρώματα πετρωμάτων.

[λόγ. < αγγλ.(;) anticlin(e) -ον < anti- = αντι- + αρχ. κλίνω `γέρνω΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντίκλινο [andíklino] το, (L) geol
  • anticline (ant σύγκλινο):
    • η εταιρία πετρελαίου έχει εντοπίσει στην περιοχή δεκαπέντε αντίκλινα

[fr kath (neol) αντίκλινον, this is turn fr ISV anticline ← Gr αντικλινής]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντικνήμι το [andikními] Ο44 : (λογοτ.) αντικνήμιο.

[μσν. αντικνήμιν < αρχ. ἀντικνήμιον]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντικνήμι [andikními] το,
  • ① lower part of leg, shank (syn άντζα 1):
    • ατροφικά, γερά αντικνήμια |
    • τ' αντικνήμια τους κόκκαλα τυλιγμένα με κίτρινο πετσί (Kazantz) |
    • poem .. κακοραμμένα εζώναν | πετσιά βοδήσια τ' αντικνήμια του, να μη γδαρθεί στ' αγκάθια (Homer Od 24.229 Kaz-Kakr) |
    • σφιχτά τυλίγει τ' αντικνήμια του με αρνοπροβιές, ποδένει | τα στρογγυλά, σαν πέτσινα ταψιά, φαρδιά χιονοτροχάδια (Kazantz Od 3.62)
  • ② shin (syn καλάμι):
    • poem στο χώμα εκύλησαν, ως έπεφτε, κεφάλι, στόμα, μύτη, | πολύ πιο πρίν στη γη τα γόνατα και τ' αντικνήμια αγγίξουν (Homer Il 14.168 Kaz-Kakr)

[fr MG *αντικνήμιν ← K, AG ἀντικνήμιον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντικνήμιο το [andiknímio] Ο40 : το μπροστινό μέρος της κνήμης· το καλάμι του ποδιού.

[λόγ. < αρχ. ἀντικνήμιον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντικόβω [andikóvo] & αντικόφτω [andikófto] Ρ4α αόρ. και αντέκοψα στη σημ. γ : α.(λαϊκότρ., λογοτ.) παρεμποδίζω: Bγήκαν μπροστά του δύο αρματωμένοι και του αντικόψανε το δρόμο. β. (λαϊκότρ., λογοτ.) επιβραδύνω: Δεν αντικόβεις λίγο το βήμα σου για να σε προφτάσω; γ. (λόγ., λαϊκότρ.) διακόπτω: Kαθώς μιλούσε ο πρωθυπουργός, τον αντέκοψε ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, για να του θυμίσει τις προεκλογικές εξαγγελίες. Mη με αντικόβεις· πάψε κι άσε με να σου μιλήσω.

[-φτω: μσν. αντικόφτω < αρχ. ἀντικόπτω `φέρνω εμπόδιο΄ με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] κατά το κόπτω > κόφτω· -βω: μεταπλ. κατά το κόφτω > κόβω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντικόβω [andikóvo] ipf αντίκοβα, aor αντίκοψα (subj αντικόψω), pass αντικόβομαι
  • ① stop, intercept, check, hold back (syn αντισκόβω 1):
    • ~ την πορεία, το δρόμο κάποιου |
    • τα παντζούρια θα αντίκοβαν τις σφαίρες |
    • ο κάβος αντικόβει τη φόρα των κυμάτων (Bastias) |
    • η μάνα έκανε να χυθεί έξω, όμως ο Πετρής άπλωσε το χέρι του και την αντίκοψε (Philippou) |
    • poem η καρυδιά που πυκνοθόλωτη | το αψί αντικόβει μεσημέρι (Gryparis) |
    • το κόκκινο αίμα που κυλάει παντού ποιος θ' αντικόψει |..; (Kostantis)
  • ⓐ interrupt (e.g., s.o. talking), stop s.o. short (syn διακόπτω, αντισκόβω 1b):
    • με αντίκοψε απότομα |
    • ο υποπλοίαρχος αντίκοψε στεγνά τη βουρκωμένη λαλιά του νιου (Foteinos) |
    • poem καμιά σπονδή δε θ' αντικόψει | το θριαμβευτικό παιάνα της χαράς (DDimitriadis)
  • ② fig stop, check, arrest, thwart (syn αντισκόβω 2):
    • κάποτε νόηση και βούληση αντικόβουν η μια την άλλη |
    • κανένας δισταγμός δεν αντικόβει την ερευνητική προχώρηση (των σύγχρονων ερευνητών) (Georgoulis) |
    • ο διασκορπισμός της ψυχής δεν αντικόβεται από ένα κρυφό νόημα (id.) |
    • την αισθητική εμπειρία αντικόβει η τάση μας για γνώση (Papanoutsos) |
    • σε παλαιότερα στάδια της τέχνης καμιά "σοφία" δεν αντίκοβε την εκφραστική ορμή του καλλιτέχνη (id.)

[fr MG *αντικόβω ← AG, K ἀντικόπτω (for stem in -β- s. κόβω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντικοινοβουλευτικός -ή -ό [andikinovuleftikós] Ε1 : α.που είναι εχθρικός προς τον κοινοβουλευτισμό: Διάδοση αντικοινοβουλευτικών ιδεών / θεωριών / θέσεων / απόψεων από φασιστικά στοιχεία. β. που είναι ασύμφωνος με ό,τι ο κοινοβουλευτισμός επιβάλλει: H απουσία των βουλευτών από τις συνεδριάσεις της βουλής είναι πράξη αντικοινοβουλευτική. αντικοινοβουλευτικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. αντι- + κοινοβουλευτικός μτφρδ. γαλλ. antipar lamentaire (anti- = αντι-)]

< Προηγούμενο   1... 56 57 [58] 59 60 ...166   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες