Παράλληλη αναζήτηση
| 1.654 εγγραφές [1291 - 1300] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντισημίτης ο [andisimítis] Ο10 θηλ. αντισημίτισσα [andisimítisa] Ο27 : ο οπαδός του αντισημιτισμού.
[λόγ. < γαλλ. antisémite < anti- = αντι- + Sémite = Σημίτης· λόγ. αντισημίτ(ης) -ισσα]
- αντισημίτης [andisimítis] ο, (L)
- antisemite (syn αντισημιτικός)
[fr kath (neol Koumanoudis) αντισημίτης, cpd w. σημίτης]
- αντισημιτικός -ή -ό [andisimitikós] Ε1 : που έχει σχέση με τον αντισημιτισμό ή με τον αντισημίτη: Aντισημιτική πολιτική / εκστρατεία. Aντιση μιτικά αισθήματα / συνθήματα.
[λόγ. < γαλλ. antisémitique < antisémit(e) = αντισημίτ(ης) -ique = -ικός]
- αντισημιτικός, -ή, -ό [andisimitikós] (L)
- being against the Jewish people, antisemitic (syn αντιεβραϊκός, ant φιλοεβραϊκός):
- αντισημιτική νομοθεσία, πολιτική |
- αντισημιτικές ταραχές |
- αντισημιτικό πνεύμα |
- έργο εντονότατα αντισημιτικό |
- τα αντισημιτικά κινήματα σε διάφορα μέρη του κόσμου |
- ένας Eβραίος ζητιάνος, ναυάγιο της αντισημιτικής θύελλας στη Γερμανία (Ouranis)
[fr kath (neol Koumanoudis) αντισημιτικός, cpd w. σημιτικός]
- being against the Jewish people, antisemitic (syn αντιεβραϊκός, ant φιλοεβραϊκός):
- αντισημιτισμός ο [andisimitizmós] Ο17 : εχθρότητα εναντίον της εβραϊκής φυλής, που διαμορφώθηκε σε πολιτική και κοινωνική ιδεολογία και που έλαβε μορφή συστηματικών διώξεων κατά τη ναζιστική περίοδο στη Γερμανία: Ο ~ είναι η βιαιότερη έκφραση του ρατσισμού.
[λόγ. < γαλλ. antisémitisme < antisémit(e) = αντισημίτ(ης) -isme = -ισμός]
- αντισημιτισμός [andisimitizmós] ο, (L)
- hostility toward the Jewish people, antisemitism (syn αντιεβραϊσμός):
- διάχυτος ~ |
- ο ~ είναι αντιχριστιανικός |
- ο ~ και η σκληρότητα του ελληνικού καραγκιόζη
[fr kath (neol Koumanoudis) αντισημιτισμός, cpd w. σημιτισμός]
- hostility toward the Jewish people, antisemitism (syn αντιεβραϊσμός):
- αντισημιτιστής [andisimitistís] ο, (L) = αντισημίτης
- :
- ο φον Tράισκε υπήρξε ~, αληθινός πρόδρομος του χιτλερισμού (Evelpidis)
[fr kath (neol Koumanoudis) αντισημιτιστής, cpd w. σημιτιστής]
- αντίσημο [andísimo] το, (L) naut
- answering pennant
[fr kath (neol Koumanoudis) αντίσημον, cpd w. σήμα]
- αντισηπτικό [andisiptikó] το, (L)
- ① antiseptic:
- μυρωδιά αντισηπτικού |
- μπουκάλια με αντισηπτικά |
- το πιο πρόχειρο και πιο σίγουρο ~ είναι το βράσιμο μέσα στο νερό (Saratsis)
- ② preservative (syn συντηρητικό):
- κρέμα χωρίς αντισηπτικά
[substantiv. n of αντισηπτικός]
- ① antiseptic:
- αντισηπτικός -ή -ό [andisiptikós] Ε1 : που προλαβαίνει ή που καταπολεμά τη μόλυνση: Ουσίες με αντισηπτική δράση. Tο οξυζενέ είναι αντισηπτικό φάρμακο. || (ως ουσ.) το αντισηπτικό, αντισηπτικό φάρμακο: Έβαλε αντισηπτικό στην πληγή.
αντισηπτικά ΕΠIΡΡ: H φορμόλη δρα ~. [λόγ. < γαλλ. antiseptique < anti- = αντι- + αρχ. σηπτικός]



